Νέα Σελήνη

Ένα διήγημα

της Σοφίας Ατσαλή

Δημιουργοί του γραπτού λόγου

jpeg-optimizer-Nea-Selini-Sophia-Atsali

Ο Τόνυ θυμότανε ακόμα πως γνώρισε την Έλντα. Ήτανε βραδάκι φθινοπώρου με τα κιτρινισμένα φύλλα να πέφτουνε και το μελτεμάκι να αναποδογυρίζει τα χάρτινα κουτιά του φαγητού τους, στο φαστφουντάδικο. Το απορριμματοφόρο του δήμου από την καθαριότητα  παρά τη δυσοσμία έδινε ένα ρομαντικό τόνο στην πόλη, γιατί έβλεπες γενναιόδωρους ανθρώπους να χαιρετάνε ευγενικά και να επιτελούν με όρεξη τον άθλο τους, που είναι μια καθαρή Αθήνα.

Μες τη σιωπηλή ατμόσφαιρα η Έλντα συγκέντρωνε τις αισθήσεις της, για να είναι μια μοναχική ύπαρξη εναρμονισμένη με το θορυβώδη περίγυρο και αξιολάτρευτη από έναν πιθανό εραστή, που θα τη φλέρταρε μόλις την έβλεπε. Αυτή η εσπέρα ήτανε το μαργαριτάρι σε μια καθημερινότητα όλο πίεση.

Ο Τόνυ είχε προσφέρει τον εαυτό του, για να της κάνει παρέα.

Αυτή τον κοιτούσε περήφανη και φοβισμένη, πριν γνωριστούνε, δηλαδή, το πρώτο τέταρτο.

Το είχε σκάσει από ένα σπίτι όλο προβλήματα. Το κεφαλάκι της, το κουνούσε χαριτωμένα στο ρυθμό της μουσικής που ακουγότανε.

Φαινότανε απ’ το βυθισμένο βλέμμα της, και τα πιεσμένα χείλη της ότι αντιμετώπιζε κάποια σύγχυση.

Έβγαλε ανέμελα απ’ την σικάτη τσάντα της, ένα κραγιόν και απ’ ότι φαινότανε ένα κουτάκι ηρεμιστικά.

Πήρε μια έκφραση αηδίας, αλλά μετά χαμογέλασε ιδιόρρυθμα.

«Είστε μόνη δεσποινίς;», της απεύθυνε με θράσος.

Αυτή θα ήθελε πολύ να τον αποκρούσει, για το θράσος του, που την τάραξε κι εξάλλου δεν ήταν μια τυχαία. Η ανάγκη, όμως, για καταφύγιο κάποιας αγκαλιάς και την παρέα κάποιας συντροφιάς την ωθούσε χωρίς λογική σε άτομα του περιθωρίου.

Δεν ήτανε η πρώτη φορά!

«Σιγά δεσποινίς δε σε πρόσβαλε η συμπεριφορά μου. Νομίζω ότι είμαι αρκετά ευγενικός».

Ήθελε πολύ να του ανταπαντήσει ότι αυτή υπήρξε πολύ διακριτική, αλλά σκέφτηκε να μην το παρακάνει και να το παίξει καταδεκτική, όσο μπορούσε. Λένε πως όταν συναντιούνται δύο άγνωστοι γυναίκες ή άνδρες, οι δύο αύρες τους αναζητούν να βρουν η μία την άλλη, να βρουν κοινή επαφή και αίσθηση. Εδώ- όμως- υπήρχε διαφορά τάξης και αναζητήσεων. «Παρακαλώ, ιδιαίτερα συγκινημένη για τη γνωριμία», είπε αυτή με ταλαιπωρημένο μέτωπο και τα συναισθήματα δυσαρέσκειας να απεικονίζονται στο πρόσωπό της. Μισούσε κάθε συμπεριφορά άνδρα που μιλούσε σε ρόλο άμυνας με γυναίκα σαν να ήταν αυτός ο ανασφαλής. Διότι τα θηλυκά που τα κάνουνε όλα, όσα κάνουνε οι άνδρες και πιθανόν καλύτερα πρέπει επιπλέον να είναι χαμογελαστές, να είναι γλυκές πράγμα που δε θα βιώσει ένας άνδρας, που είναι άμοιρος περιορισμών.

Θυμήθηκε την αδερφή της, τη Νάγια, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη και είχε παντρευτεί έναν άνδρα δυνατό, φιλόδοξο και ήρεμο με μια φαλάκρα.

Η αδερφή της, πάντα γεμάτη ενέργεια, χαρά και αναπόσπαστο τμήμα η γκρίνια. Είχε ήδη υπάρξει πολλά χρόνια εργαζόμενη πριν παντρευτεί όπως πολλοί νέοι του σήμερα. Κατάφερνε πάντα να ξεπερνά τις κακοτοπιές με χαμόγελο παρόλο που προσποιούταν στα αρνητικά της ζωής. Όχι, η Νάγια δεν είχε το πείσμα της Έλντας να ξεδιαλύνει καταστάσεις, που αφορούν στο μυστήριο της ζωής. Όχι, η Έλντα δεν είχε τον αδάμαστο χαμογελαστό τόνο της Νάγιας να πηγαίνει μπροστά στη ζωή με γκρίνια και χαμόγελο.

Το καλύτερο της αδερφής της, ήτανε οι γάμοι, τα βαφτίσια κι όχι ιδιαίτερα οι κηδείες. Προετοιμαζότανε μήνες πριν για το τι θα φορέσει, αν θα κάνει κρύο και πως θα είναι όμορφη και όπως αρμόζει. Αυτά για τη Νάγια.

Ένα περιστέρι χοντρό όπως όλα στους Αμπελόκηπους πλησίασε τα κουτιά με το φαγητό κι ύστερα σα να έδωσε το έναυσμα να πετάξουν όλα μαζί μακριά. Η προσήλωση της Έλντας επανήλθε στο συγκεκριμένο. Μ’ αυτόν τον τύπο το ήξερε από την αρχή, δε θα μπορούσε ποτέ να πετάξει στους ουρανούς των ερώτων, όπου πετάνε άλλοι χωρίς καν να το θελήσανε.Αυτός φορούσε ένα καπέλο που του προσέδιδε κύρος και χάρη στο γεμάτο ύφος και ζεστής αδιαφορίας μούτρο του.

«Να μη μου κάνετε λαϊκ, αλλά να αγοράσετε τα βιβλία μου», είχε δημοσιεύσει ευθαρσώς ο στριφνός και αδηφάγος καλλιτέχνης χάνοντας την εκτίμηση της Έλντας που παρακολουθούσε το ίντερνετ. Διόλου δεν είχε ξεχάσει την πρώτη χλιαρή αίσθηση, που της δημιούργησε η πρώτη τους γνωριμία.

Σύντομα διαπίστωσε ότι αυτός ο παρορμητικός άνδρας που την παρέσυρε να γευτεί απαγορευμένους καρπούς ήτανε εσωστρεφής και ιδιότροπος. Ιδιότροπη ήτανε κι αυτή,αλλά επεξεργαζότανε τα ψυχολογικά θέματά της, που κληρονόμησε και τα φίλτραρε.Ο αδερφός της, τη φώναζε πάντα με το ψευδώνυμο «δρομέας» για την αποφασιστικότητα να πηγαίνει μπροστά.

Μετά τον πρώτο χορό αρχίσανε δειλά και ενίοτε τολμηρά κάθε μέρα τις εξόδους, όποτε μπορούσανε στο φαστφουντάδικο ή στο σινεμά.Δε μπορώ να πω με μένα την Έλντα ήτανε γλυκός και γενναιόδωρος. Μου είχε στείλει λουλούδια, με είχε συνοδεύσει στο θέατρο και ξοδευόταν συνεχώς.

Δεν ζέσταινε τις στιγμές μου, όπως είχα ονειρευτεί, αλλά ήτανε μια παύση των εχθροπραξιών στον πόλεμο της ζωής με τους ανταγωνιστές στη δουλειά, στο σπίτι, στην καθημερινή ζωή. Γι’ αυτόν μέχρι στιγμής όλα τελειώνανε εύκολα.

Ο Τόνυ είχε έναν μακρινό ξάδερφο από το Μεξικό με τον οποίον βλεπόντουσαν σπανίως για τις ανάγκες μιας χορωδίας. Αυτός ήτανε ο Χουάν.Ο Χουάν ήτανε ώριμος, πειθαρχημένος στη δουλειά του σαν σερβιτόρος και επιβλητικός.

Σε αυτό βοηθούσε το παρουσιαστικό του.Ήτανε ψηλός όχι πολύ με μακριά μαλλάκια που χτένιζε με το χέρι του και τίναζε πίσω αλά ρετρό.Είχε μάτια μεγάλα καστανά με εκφράσεις που εναλλάσσονταν από την πλήρη απορία για την προδοσία ενός φίλου έως και την κρυφή χαρά στην ανακάλυψη ενός καινούριου αντικειμένου του πόθου.

Οι εκφράσεις των φρυδιών του, καχύποπτες, γιατί οι ανασφάλειες τον κυνηγούσανε μέχρι και το βράδυ στο κρεβατάκι του. Στα όνειρά του, μόνον έβρισκε το  λυτρωμό η ταλαιπωρημένη ψυχή του, στη διάρκεια της ημέρας.

Ο Χουάν σήμερα τελείωνε το σερβίρισμα και την επιτήρηση του μάγειρα στο εστιατόριο «Πυραμίδες» πολύ γρήγορα. «Buenas noches chicos» και «Adios seňor» και η μυρωδιά της παέγιας και των τάκος από τα ακατάστατα τραπέζια στο φανταχτερό εστιατόριο με την τροπική μουσική του Κουβανού Sergio Ponte. Τα γλυκά νερά των λιμνών της πατρίδας του, απεικονίζονταν στα ήρεμα μάτια του, το καχύποπτο ύφος του, μαρτυρά ότι έχει ζήσει σε κοιλάδες, σε απότομα βράχια και ερήμους στην Γκουανταλαχάρα. Εδώ το τοπίο εναλλάσσεται στην άγρια δύση η επιβίωση είναι στάση ζωής. Ο χορός, το τραγούδι είναι -επίσης- τρόπος ζωής. Θα μπορούσες να τον πεις κι  Ινδιάνο, αλλά είναι πολύ νευρικός και τσαχπίνης σαν Ισπανός ενίοτε και σαν Νοτιοαφρικάνος χαζός με υπεροχή. Προέρχεται από χώρες, όπου ο άνθρωπος δαμάζει τον κεραυνό, τη φύση και μεθάει με το φεγγάρι.

Nea-Selini-Sophia-Atsali-dyo

Φτάσανε αρκετά νωρίς έξω από το κλαμπ εστιατόριο Πυραμίδες στη Γλυφάδα. Η κοπέλα ήθελε και πάλι να εκπλήξει τον εαυτό της, κατέβηκε από το αυτοκίνητο ντυμένη ροζ μπαλετικό φορεματάκι, γόβες χαμηλές και τα μαλλιά κότσο ψηλό, αιθέρια ύπαρξη…

Μόλις κατεβήκανε, έκανε πως τακτοποιεί την τσάντα της, στον ώμο δίνοντας το στίγμα ντίβας και ξεβάφοντας το ροζ κραγιόν, που είχε ξεφύγει. Του έδωσε χρόνο να παρκάρει, όπως αρμόζει σε μια κοπέλα που τιμά τον συνοδό της.

Ακίνητη, ανησυχητικά σιωπηλή, έσμιξε τα φρύδια της, παραξενευμένη «που με φέρνεις πάλι;» είπε ερευνητικά ,αλλά και με ειρωνεία…

Μη φανταστείτε ότι δεν περνούσαν καλά οι δυο τους, η Έλντα και ο Αντώνης αποδέχονταν ο ένας τον άλλον με σεβασμό, αυτός διασκέδαζε ως καλλιτέχνης, αυτή ήξερε πώς να του φερθεί. Η αλληλοεπίδρασή μας, είναι θετική έλεγε αυτός, ενώ αυτή ήτανε η επιστήμονας που ανέλυε συμπεριφορές και σχέσεις. Δεν ήτανε η συμβατική σχέση δύο νέων, παρόλο που και οι δύο πλησίαζαν τα 35. Περνούσαν καλά, αλλά αυτή το μισούσε, είχε κατάλοιπα από στέρηση ή παλαιές σχέσεις. Αυτός έμοιαζε πενηντάρης στην όαση αυτών, που έχουν ζήσει και απολαμβάνουν τα κεκτημένα!

Τα μάτια του Χουάν εύθυμα παιχνίδισαν,καθώς τους είδε από μακριά ιδιαιτέρως την Έλντα.Ανακουφισμένο που τήρησαν την υπόσχεσή τους, τούς υποδέχτηκε πρόθυμος να τους ξεναγήσει στο υπέροχο λατινικό κλίμα!

Τα μαλλάκια θύμιζαν πρίγκιπα άλλων εποχών και τα τίναξε πίσω,καθώς η Έλντα ξεροκατάπιε και έγλειψε τα χείλη της.

Κατόπιν, βάδισε με το συνοδό της κι έδωσε ένταση στο χέρι στο κράτημα της τσάντας. Επιτέλους, ωραίο τραπέζι, ωραία ατμόσφαιρα! Τα μάτια της Έλντας γκριζογάλανα κοιτούσαν τα μάτια του Τόνυ με απορία πίσω από τα γυαλιά του, σαν τζάμια αυτοκινήτου. Κάθε τόσο αυτός τα καθάριζε με ένα πανάκι.

Κατά βάθος δεν τον ήθελε, αλλά ήθελε τον εαυτό της, όταν ήταν μαζί του.Η περιπέτεια τη δελέαζε, την καθιστούσε -όμως- ευάλωτη. Περίεργο, φαινόταν κοπέλα με σταθερές.Ο Τόνυ σαν τζέντλεμαν απομακρύνθηκε για λίγο να χαιρετήσει παλαιούς γνωστούς.

Η Έλντα που δεν ήταν αδιάφορη στο διάλογο των ματιών με το Χουάν βρήκε ευκαιρία μια που αυτός σιγοχαχάνιζε στο διπλανό τραπέζι να χτυπήσει παλαμάκια.

Ο Χουάν πρόσεξε το ρόδισμά της, στα μάγουλα και κάθισε δίπλα της, με ανέμελο και ξέγνοιαστο ήθος.«Ο Τόνυ γράφει στίχους», είπε προσποιούμενη ένα θαυμασμό που απορούσε για την ποιότητα του Τόνυ…

«Ναι, το ξέρω» απαντά ο Μεξικάνος «πρέπει να βρεις κάποιον να συνεργαστείς που να ξέρει».Βρήκε κι άλλα ανάλαφρα θέματα να συζητήσουν, ώσπου ο σιωπηλός αναστεναγμός του Λατίνου να την υποτάξει στη θαλπωρή και βρήκε έδαφος.

Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι και οι προηγούμενοι τρόποι έκφρασής της, δεν ήταν δικά της. Ο μαγνητισμός και η ατμόσφαιρα της υπαγορεύανε να απαντά στα βλέμματα και τις κινήσεις αλλοπρόσαλλου έρωτα.

Αγάπη είναι, όταν ακόμα και χωρίς επικοινωνία ξέρεις ότι ο άλλος θα ήτανε με το μέρος σου αναχρονικά κι έτσι ένιωθε για τον πατέρα της. Μίσος είναι, όταν ο άλλος καταλαβαίνει τι άνθρωπος είσαι και… αλλοίμονο, έτσι ένοιωθε για τον Τόνυ. Υπήρχε κάτι από εκμετάλλευση!

Ο Χουάν ήτανε από καλή οικογένεια της Γκουάντα Λαχάρα είχε όμως τρέλα με τη θρησκεία ως μάρτυρας του Ιεχωβά.

Συζητούσε στο διπλανό τραπέζι με ένα φίλο του, άσπρος σαν το πανί, καθώς ο άλλος διηγούταν σοκαριστικές ιστορίες.Η κοπέλα μαζί με το δήθεν ποιητή φύγανε, καθώς το ξέφρενο γλέντι συνεχιζότανε αμείωτο στο φανταχτερό κλαμπ.

Η σκέψη του. παρά το κρασί και την συνήθη νηφαλιότητά του, ήταν πιο έντονη επάνω στην Έλντα. Όμως, είχε άδικο η σύντροφός του, ήτανε απαράλλαχτα ίδια γιατί έχει ένα κοινωνικό « φέρεσθαι» όλο χάρη και συμβατικότητα. Αμίλητος και κατακόκκινος από την υψηλή θερμοκρασία την έσπρωξε και της απηύθυνε «έλα πιο γρήγορα, έχω και δουλειές που δεν μπορώ να αναβάλλω».

Η Έλντα θυμήθηκε τον πατέρα της.

Η έλλειψη επικοινωνίας μαζί του, την έκαιγε, την οδηγούσε στη σιωπή και τα νεύρα.Μόλις ένιωσε ένα αίσθημα αδικίας κοιτάχτηκε στα καθρεφτάκια του αυτοκινήτου να δει, αν την αδικεί το βλέμμα και η ομορφιά της.Όμως, άψογη η επιδερμίδα σαν να έκανε μπότοξ.Τότε κατάλαβε ότι σε αυτόν τον κρύο Τόνυ είχε αγαπήσει την χαζομάρα του, που τώρα είχε γίνει καπνός.

Αυτός είχε υπάρξει επιπόλαιος κι αυτή αλαζονική τώρα -όμως- ο φόβος πλημμύριζε την αυγή της επόμενης εσπέρας!!!

©Typologos.com 2022