Ασυναρτησίες
Του Νίκου Μόσχοβου
Δημοσιογράφου- Συγγραφέα
Κουρασμένες κούκλες
που σε κοιτάζουν μελαγχολικά
μέσα στη νύχτα.
Στη νύχτα,
που όταν το σκοτάδι κατέβει
φτάνουν τα όνειρα,
φτάνουν οι Ελπίδες,
φτάνει το Επίκτητο.
Κοπέλες.
Μέσα από τα σπασμένα παράθυρα
αίματα συνθέτουν σκηνικό.
Ο «Κύριος τάδε» δε θα έρθει απόψε
κουρασμένη οπτασία,
όνειρο δειλινού, εφιάλτη χάους.
Λες… Λες …Δε ξέρω.
Μια λέξη σου ψαλιδίζει το μυαλό,
όπως το μαχαίρι κόβει το χέρι σου.
Κουρασμένες κούκλες,
κούκλες φτιαχτές, κούκλες πλαστικές
που σε κοιτάζουν πονηρά
σε κοιτάζουν γεμάτες απορία:
Τη φωτογραφία σου.
Το τρομπόνι έπαψε να ακούγεται,
η καρδιά σταμάτησε να λειτουργεί.
Χάος…μία Λέξη…Όραμα…Μία Λέξη…
Η Θερινή νύκτα του Σαίξπηρ.
Ο Άμλετ.
Η πρόταση: «Να ζεις ή να μη ζεις».
Λες … Δε ξέρω.
Η μεταφυσική ιδιότητα στο έπακρον
η ώρα φτάνει- έφτασε
η χαώδης ώρα
η ώρα του Ωραίου, η ώρα του Κακού,
η ώρα ίσον Λέξη
Η μουσική Αρμονία των πραγμάτων
όταν ταιριάζεις τα ρούχα σου
κουρασμένη Οπτασία, νεφέλη μακρινή.
Σαρδόνια Έκφραση,
έκφραση της δουλειάς,
έκφραση με το πουδραρισμένο πρόσωπο
με τη τραγική προσωπίδα του Θανάτου
και της λύπης,
της Χαράς και της ευχαρίστησης,
του αιώνιου Χρέους.
Φως…Φως…Φως…ΤΙ;
Ίσως να το βρούμε κάποτε. Ποιο;
Κύριε τάδε! «Τη κουρασμένη κοπέλα».
Την αίσθηση του βάρους,
Τη μυρωδιά της σαπίλας,
Δε ξέρω… Διάλογος μικρός…
Φως του Ηλιάτορα αρχηγού,
Φως της αρμονίας, της αρμονίας;
Δε ξέρω… Μια απάντηση.
Η λάμπα έχει σβήσει,
Η ελαιογραφία είναι ακόμα υγρή,
η χαλκογραφία ανέτοιμη,
για παραλαβή.
Δε ξέρω… Μια λύση.
ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΗ, ΚΟΛΑΣΜΕΝΗ, ΣΚΥΦΤΗ,
ΒΟΥΡΚΩΜΕΝΗ
ΚΟΠΕΛΑ με τα γαλανά μάτια.
ΤΟΠΙΟ με το σπασμένο παράθυρο
Ξέρεις; Νοιώθεις:
Το ρόγχο του θανάτου,
την ελπίδα μιας νέας αρχής,
μιας νέας ζωής.
Ο ανθρώπινος κύκλος που τον κοιτάμε
Κατάματα
σαν το καθρέφτη του σπιτιού μας.
Τον αιώνιο κύκλο,
η ανακύκλωση της χλωροφύλλης,
το μπουμπούκι του λουλουδιού
που κρατάμε στα χέρια μας. Κύριε Τάδε.
Ξέρεις:
Όταν βγαίνει η φωτογραφία,
όταν σχεδιάζεται η γελοιογραφία
μιας αστικής τάξης,
ενός ξεχασμένου ηθοποιού
οι κολασμένες κοπέλες,
ο ξεχασμένος λαός,
θα φωνάξουν πίσω από τα κάγκελα,
μέσα από τις παράγκες,
ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ: ψωμί- δουλειά- λευτεριά.
Κουρασμένοι
Πεινασμένοι
Καθάριοι
με το μέτωπο φωτεινό,
με τη φωνή, τίμια ανάσα.
Μία λέξη: Σκιές, Θάνατος,
μάχη για ζωή
μάχη για ύπαρξη.
Αυτό το μυστικό είναι καλά φυλαγμένο,
ούτε ο Προμηθέας δε θα μπορούσε
να το δώσει… Λες;
Τη Ζωή. ΤΗΝ ύπαρξη της ζωής,
την εικόνα του ειδώλου στον καθρέφτη.
Οι άνθρωποι είναι πρωταγωνιστές
στη μεγάλη σκηνή της ζωής.
Το χρέος, το αιμάτινο χρέος,
το σπίτι, η οικογένεια
μια μικρή Λεπτομέρεια ίσον το δικαίωμα.
Το δικαίωμα του να ζεις,
το δικαίωμα του κόστους
το δικαίωμα του αρμέγματος.
Η πληρωμή.
Λες… Δε ξέρω…
Τα φώτα της ράμπας κλειστά
σκουπιδότοποι στους δρόμους.
Καλλιτεχνική λάμψη
στο πρόσωπο κάποιου,
η εγκληματική λάμψη
στα μάτια κάποιου άλλου.
ΑΠΟΦΑΣΙΖΩ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΖΩ. ΣΤΟΠ.
ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ. ΣΤΟΠ.
Τα περιστέρια παγιδευμένα,
Κοπελιά,
Κάνουν το χρέος τιμή,
Κάνουν τον τόπο διάστημα,
σύμπαν, άπειρο.
Η ΔΙΑΔΗΛΩΣΗ,
τα αίματα στους δρόμους,
η ακτινοβολία της υπέρμετρης θυσίας
της θυσίας του παιδιού ίσον ειρήνη.
Λες…Κύριε τάδε…δε ξέρω,
μα στο βάθος ειλικρινά το γνωρίζεις
ότι οι κουρασμένες κοπέλες,
ο Παρθενώνας του κάλλους,
δεν υπάρχει πια.
ΑΠΟΦΑΣΙΖΩ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΖΩ
Η πόρτα που κλείνει
το φως που σβήνει
Λες- Λες – Λες
ουτοπία, πρόσθεση, αφαίρεση
ίσον ΕΙΡΗΝΗ συν ΛΕΥΤΕΡΙΑ, το φως.
Συλλαβίζεις πια τη λέξη, λες τη φράση.
Λες. Ένα κι ένα κάνουν δύο.
Δύο τρόποι μυστικοί,
μυστικοί σαν τους απόκρυφους κανόνες
του έρωτα.
Μα και ολοφάνεροι,
Σαν τη χαραυγή,
σαν τη Πούλια και τον Αυγερινό,
σαν τη παλιά σακαράκα,
που έγινε φωλιά για τα χελιδόνια.
ΛΕΣ. ΛΕΥΤΕΡΙΑ ίσον ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ.
Η δικαιοσύνη της Λευτεριάς
είναι σαν τη μικρή κούκλα,
που ποθεί κάθε κοριτσάκι
είναι το αμάξι
που ποθεί το αγόρι
είναι σαν να θέλει να σου πει
υπάρχει αίμα, υπάρχει τιμή,
η τιμή των ελεύθερων ανθρώπων.
Το αίμα είναι η τιμή της Δικαιοσύνης.
Λες: ΔΕ ΞΕΡΩ.
Η φιλοσοφία της σάπιας γης,
Η φιλοσοφία του «νοήμονος» όντος
τρελού για αίμα,
Λες και διατάσσει:
ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ. ΣΤΟΠ.
ΑΝΤΙπαράθεση.
Οι κουρασμένες κοπέλες,
ο κύριος Τάδε, η εξίσωση ίσον λαός.
ΚΡΑΥΓΑΖΕΙ: ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΛΑΟΣ.
Το κράτος είναι ο τσαγκάρης,
ο φούρναρης,
οι κουρασμένες κοπέλες,
ο κύριος Χ που δε ξέρει ακόμα τη λέξη,
ποιο είναι το τίμημα του λεύτερου ανθρώπου.
Το τίμημα του Γαλάζιου ουρανού,
της ανάτασης του απελευθερωμένου χεριού
από την αλυσίδα.
Η σκηνή.
Η αυλαία έπεσε,
η χαρά θα μείνει πια εδώ,
θα εδραιωθεί
ωσότου λείψει το μαύρο μανιτάρι από γης,
θα ανατείλει ο ήλιος, τα νερά θα ξεβρωμίσουν
και θα γεμίσουν με κόκκινα γαρούφαλλα.
Με γαρούφαλλα
Των κουρασμένων κοριτσιών,
Του Κυρίου Χ,
του ποιητή,
του Λαού,
πάνω στον τάφο του Εφιάλτη,
που έλεγε κάποτε:
Αποφασίζω και διατάζω. Στοπ.
Το κράτος είμαι εγώ. Στοπ.
Ειρήνη. Αυλαία.
Σχετικά με το ποίημα
Το ποίημα «Ασυναρτησίες» του Νίκου Μόσχοβου γράφτηκε μία βραδιά του Αυγούστου του 1991, ενώ άκουγε ο ίδιος ένα τραγούδι του αείμνηστου Νίκου Ξυλούρη.
Εμπεριέχεται ως επίλογος στην ποιητική συλλογή με τίτλο «Αγναντεύοντας τα Όνειρα – Μία ποιητική διαδρομή 1974- 1991» του Νίκου Μόσχοβου, που «κυκλοφόρησε» για πρώτη φορά το 1992 στη Θεσσαλονίκη (αριθμός ISBN 960-220- 324-2, Θεσσαλονίκη 1992).
Η συγκεκριμένη ποιητική επανακυκλοφόρησε το 2013 σε eBook από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΠΙΓΡΑΜΜΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ «NMOS- N.Mόσχοβος» (ISBN-13: 978-960-90172-4-4, 80 σελίδες) δε κυκλοφορεί σε έντυπη μορφή, αλλά μόνο στο διαδίκτυο.
Για πρώτη φορά δημοσιεύτηκε στο διαδίκτυο την Παρασκευή 3 Ιουλίου 2007 στον «Τυπολόγο», όταν λειτουργούσε ως blog.
©Typologos.com 2025