Ανακήρυξη ως επίτιμου μέλους της ΕΕΕΛ του Ρουμάνου ακαδημαϊκού και συγγραφέα Στελιάν Τανάσε στην Αθήνα
Η ομιλία του
γνωστού συγγραφέα
στη τελετή ανακήρυξης

Το διαπρεπή Ρουμάνο ακαδημαϊκό, συγγραφέα, δοκιμιογράφο, ιστορικό, πολιτικό επιστήμονα, δημοσιογράφο, σεναριογράφο, σκηνοθέτη, τηλεοπτικό παραγωγό και πολιτικό αναλυτή, Στελιάν Τανάσε (Stelian Tănase) ανακήρυξε ως επίτιμο μέλος η Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών (ΕΕΕΛ) τη Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025 στην Αθήνα
Το διαπρεπή Ρουμάνο ακαδημαϊκό, συγγραφέα, δοκιμιογράφο, ιστορικό, πολιτικό επιστήμονα, δημοσιογράφο, σεναριογράφο, σκηνοθέτη, τηλεοπτικό παραγωγό και πολιτικό αναλυτή, Στελιάν Τανάσε (Stelian Tănase) ανακήρυξε ως επίτιμο μέλος η Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών (ΕΕΕΛ) τη Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025 στην Αθήνα.
Ο «Τ» παρουσιάζει σήμερα την ομιλία για τον Παναϊτ Ιστράτι, που εκφώνησε ο γνωστός Ρουμάνος συγγραφέας στη τελετή ανακήρυξης και η οποία έχει ως εξής:
Η ομιλία του
Στελιάν Τανάσε
«Ευθύς εξαρχής, θα ήθελα να ευχαριστήσω το Διοικητικό Συμβούλιο της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, με Πρόεδρο τον κ. Γεράσιμο Ζώρα, για την ευγενική πρόσκληση που μου παραδόθηκε πρόσφατα. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω τους οικοδεσπότες και τους συνδιοργανωτές αυτής της βραδιάς, τον Σύλλογο της Πόλης, τον «Σύλλογο Αθηναίων», με Πρόεδρο τον αξιότιμο Ελευθέριο Γ. Σκιαδά. Και φυσικά, θα ήθελα να ευχαριστήσω την ίδια την πόλη των Αθηνών γιατί είναι μια μοναδική, χωρίς σύγκριση στον κόσμο πόλη. «Αυτή η πόλη έγινε πλέον σύμβολο του ορθού λόγου και της ανθρώπινης σκέψης. Η μοίρα της είναι διαρκώς ν’ αλλάζει, πάντοτε ν’ αγκαλιάζει το νεώτερο και το σύγχρονο, χωρίς όμως ποτέ να λησμονήσει την παράδοση και την καταγωγή της. Η ψυχή της μένει ίδια· κι ο λαός της έχει τις ανησυχίες που αντιμετώπισε ο Απόστολος Παύλος στην Πνύκα και στην Αγορά. «Πηγή της ιδέας» κατά τον ποιητή υπήρξε και παραμένει και πηγή του ανθρώπινου, πνευματικού συμβολισμού, της ιδεαλιστικής σκέψης και της ορθολογικής αντίληψης» (όπως τόσο καλά λέτε, κύριε Σκιαδά).

Είναι λοιπόν τιμή μου που συμμετέχω σε αυτό το ποιητικό συμπόσιο. Και είναι μεγάλη τιμή για μένα να εκλεγώ επίτιμος μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και το όνομά μου να βρίσκεται δίπλα σε προσωπικότητες, όπως οι Έλληνες ακαδημαϊκοί Θανάσης Βαλτινός και Ευάγγελος Μουτσόπουλος, για να αναφέρω μόνον αυτούς, αλλά και δίπλα στους Βικτόρια Χίσλοπ, Σίλβια Ρόνσεϊ, Gherardo Degli Azzoni Avogadro Malvasia και ούτω καθεξής. Συγκινήθηκα πολύ όταν έλαβα τα νέα για την απόφασή σας σχετικά με αυτό, η οποία ελήφθη στις 26 Μαΐου. Όλη μου η ευγνωμοσύνη σε όσους με σκέφτηκαν. Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην κα Ελένη Κεκροπούλου, την εκδότριά μου, και στην πολύ αφοσιωμένη μεταφράστριά μου, κα Άντζελα Μπράτσου.
Ονομάζομαι Στέλιαν Τανάσε. Δεν έρχομαι από μακριά, μόνο από μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα ποιο βόρεια, μιάμιση ώρα με το αεροπλάνο. Συμπτωματικά, η Ρουμανία είναι και η χώρα του Παναΐτ Ιστράτι.
Ζω εκεί μαζί με τη σύζυγό μου, η οποία έχει ελληνικό όνομα, Έλενα, και η οποία είναι παρούσα τώρα εδώ, αφού με συνοδεύει. Η ευρύτερη οικογένειά μου αποτελείται και από τρεις γάτες, τη Φίφι, τη Σανέλ και τον Ντιόρ, στις οποίες προστίθεται ένας σκύλος, ένας γερμανικός ποιμενικός, που ονομάζεται Άστορ.
Μέχρι σήμερα, έχω υπογράψει αρκετές δεκάδες τίτλους σε ρουμανικούς και ξένους εκδότες, έργα μυθοπλασίας και μη μυθοπλασίας, μυθιστορήματα και ιστορικά δοκίμια. Δύο από αυτά, τα μυθιστορήματα «Playback» και «Corpuri de iluminat/Σώματα προς φωτισμό», που γράφτηκαν τη δεκαετία του ’80, είχαν απαγορευτεί στη χώρα μου. Ήταν η τελευταία δεκαετία της εποχής Τσαουσέσκου και της κομμουνιστικής διακυβέρνησης. Ταπεινά, θα έλεγα ότι έχω κάποια αρκετή εμπειρία στον αγώνα ενός συγγραφέα με τους θεσμούς επιτήρησης και λογοκρισίας μιας δικτατορίας.
Σκοπεύω απόψε, σε αυτήν την εκλεκτή συγκέντρωση, να αναφερθώ εν συντομία στον χαρακτήρα του μεγάλου συγγραφέα Παναΐτ Ιστράτι, μισού Έλληνα (χάρη στον πατέρα του), ήρωα ενός από τα βιβλία μου. Αυτή η βιογραφία – Η ζωή του Παναΐτ Ιστράτι – πρόκειται να δημοσιευτεί σε μετάφραση στον έγκριτο αθηναϊκό εκδοτικό οίκο «Ωκεανός».
Αφιέρωσα περίπου 10 χρόνια από τη ζωή μου στον Παναΐτ Ιστράτι, ερευνώντας ιστορικά αρχεία, διαβάζοντας εξαντλητικά τον τύπο της εποχής του και την τεράστια αλληλογραφία του. Με λίγα λόγια, μελέτησα κάθε ίχνος του ταξιδιού του στο τούτο το κόσμο.
Όμως, δεν είμαι ο μόνος. Απ’ όσα γνωρίζω, σε όλη την Ευρώπη, το ενδιαφέρον γι’ αυτόν το συγγραφέα έχει ξαναζωντανέψει τα τελευταία χρόνια. Μόνο στη Γαλλία, σε μια πρόχειρη καταμέτρηση που έκανα για το 2024, βρήκα επάνω από 25 ανατυπώσεις των έργων του. Έμαθα, επίσης, με χαρά ότι ένας πολύ καλός Έλληνας συγγραφέας, ο Κώστας Ακρίβος, δημοσίευσε πρόσφατα ένα μυθιστόρημα αφιερωμένο στον Ιστράτι. Με επιτυχία, και χαίρομαι γι’ αυτό. Όπως λέει ο Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής, εκείνος «…παραδίδει μια επισημότατη βιογραφία που σέβεται όλους τους κανόνες του είδους: συνοψίζει την αφηγηματική πλοκή κάθε έργου του Ιστράτι εντός της διαδρομής του βίου του συγγραφέα, σχολιάζει τα γεγονότα και τα πρόσωπα με βάση τεκμήρια,…». Το βιβλίο μου φέρνει στοιχεία από τη Ρουμανία που ήταν άγνωστα μέχρι και σήμερα. Θα ήθελα να συναντήσω κάποτε τον κύριο Ακρίβο, να του ζητήσω να διαβάσει το βιβλίο μου και να μου πει τη γνώμη του. Λοιπόν…
Μετά από το θάνατό του λόγω φυματίωσης, μιας ασθένειας που δεν είχε θεραπεία εκείνη την εποχή, στα μέσα της δεκαετίας του ‘30, το έργο του Ιστράτι μπήκε σε αφάνεια.
Συνέβαλαν σε αυτή τη κατάσταση οι τεράστιες πολιτικές και πολιτισμικές αλλαγές εκείνης της περιόδου.
Μια άλλη, πιο άμεση αιτία, ήταν η προπαγανδιστική επίθεση της Κομιντέρν, η οποία τον απομόνωσε και οργάνωσε μια συνωμοσία σιωπής εναντίον του Παναΐτ Ιστράτι, του συγγραφέα του βιβλίου «Εξομολόγηση ενός Ηττημένου», αρνητικό βιβλίο για τη Μόσχα.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ακολουθούμενος από τον Ψυχρό Πόλεμο, μεγάλωσε περισσότερο τη σιωπή που περίβαλλε το έργο και τη ζωή του Παναΐτ Ιστράτι.
Η γενιά του πολέμου, και όσες ακολούθησαν μετά, είχαν άλλες ανησυχίες και απομακρύνθηκαν από τα «Κυρά Κυραλίνα», «Ο μπάρμπα-Άγγελος» και όλα όσα είχε γράψει ο Ιστράτι.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ‘70, έχουμε δει μια αναζωπύρωση του δημόσιου ενδιαφέροντος για το έργο του Ιστράτι. Αυτό το ενδιαφέρον εκδηλώνεται -επίσης-από τα πανεπιστήμια, τους διανοούμενους και από τον τύπο. Ο Παναΐτ Ιστράτι γίνεται ξανά ένας δημοφιλής συγγραφέας.
Από τη δεκαετία του ‘70 μέχρι σήμερα, η επιτυχία του Παναΐτ Ιστράτι παρέμεινε σταθερή. Και τα τελευταία χρόνια, για παράδειγμα, στη Γαλλία, 24 επανεκδόσεις των έργων του έχουν τυπωθεί από τον εκδοτικό οίκο «Gallimard».
Ο Ιστράτι γεννήθηκε στη Βραΐλα, μια εμπορική πόλη στις όχθες του Δούναβη και με μεγάλο, ιστορικά ριζωμένο εκεί ελληνικό πληθυσμό. Το λιμάνι ήταν τουρκικό Ράγια, υποδιαίρεση χώρας δηλαδή, αλλά από το 1829, χάρη στην ειρήνη της Συνθήκης της Αδριανούπολης, η οποία σήμανε το τέλος του Ρωσο-Τουρκικού πολέμου ανάμεσα στη Ρωσική Αυτοκρατορία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, είχε το προνόμιο του Πόρτο Φράνκο, δηλαδή, του «ελεύθερου λιμένος». Όταν ήρθε στο κόσμο ο συγγραφέας μας, η Βραΐλα ήταν ένα σημαντικό λιμάνι σιτηρών για ολόκληρη την περιοχή του Εύξεινου Πόντου.
Ο Παναΐτ Ιστράτι καταγόταν από Ρουμάνα μητέρα, αναλφάβητη και μονίμως ξυπόλυτη, και από Έλληνα πατέρα Κεφαλλονίτη, λαθρέμπορο που διακινούσε καπνό μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Βραΐλας. Εκείνος είχε δύο ασθένειες που κληρονόμησε και ο γιος του (γεννημένος 1884): 1η/ την φυματίωση και 2η/ το νομαδικό βίο.
Ο Ιστράτι είχε ελάχιστη, πρωτοβάθμια εκπαίδευση, μόνο 4 τάξεις, τόσα ήταν όλα τα σχολικά χρόνια του. Στην ηλικία των 12 ετών έγινε μαθητευόμενος στη ταβέρνα ενός Έλληνα από τον οποίον έμαθε ελληνικά, αλλά απ’ όπου έφυγε, αφότου ξυλοκοπήθηκε.
Έτσι ο Ιστράτι ξεκίνησε μια μακρά σειρά περιπλανήσεων στον απέραντο κόσμο. Ειδικά, στις ακτές της Μεσογείου, την οποία αγάπησε με πάθος. Από τη Κωνσταντινούπολη στην Αλεξάνδρεια και στο Κάιρο, στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, στη Νάπολη και στη Μασσαλία. Τον Ιστράτι δε μπορεί να κατανοήσει κανείς χωρίς αυτή τη θαλάσσια διάσταση, χωρίς το βάθος του ορίζοντα του Λεβάντε και των απομακρυσμένων λιμανιών.
Ο Ιστράτι δεν είναι τουρίστας, είναι ένας πλανόδιος που δεν είναι καθόλου σίγουρος ότι θα επιστρέψει ποτέ από κει που ξεκίνησε.
Είναι χαρακτηριστικό γι’ αυτόν κάτι που έλεγε για τον γιο της η ξυπόλυτη και αναλφάβητη μητέρα του, η Ζοίτσα, – τον γνώριζε καλύτερα απ’ όλους. Έμεινε για λίγο σ΄ ένα μέρος, φαινομενικά βολεμένος, και ξαφνικά «τον καταλαμβάνει μια λαχτάρα για φυγή» και δε μπορεί πλέον να βρει τη θέση του. Νιώθει αποξενωμένος, θέλει να πάει, όπου μπορούν να δουν τα μάτια του.
Χρειάζεται νέους ορίζοντες, αναζητά νέα πρόσωπα, νέους φίλους, ο Ιστράτι καλλιεργεί τη φιλία, αναζητά νέα λιμάνια, θέλει να ακούσει στα καπηλειά μια άλλη νέα γλώσσα. Κάποτε έγραφε: «Περιπλανήθηκα για να βρω λίγη αλήθεια στο έσωθεν των ανθρώπων».
Ταξιδεύει μονίμως λαθραία, άφραγκος και χωρίς εισιτήριο, δίχως να ξέρει σε ποιο λιμάνι θα αποβιβαστεί. Μερικές φορές τον πιάνει το πλήρωμα, τον ξυλοκοπάει και τον αποβιβάζει, αλλά αυτός δεν παίρνει το μάθημά του.
Το ταξίδι προς νέους ορίζοντες είναι τρόπος ζωής γι’ αυτόν. Δε μπορεί να βιώσει τη ζωή του χωρίς αυτές τις εξορμήσεις για το άγνωστο. Δε μπορεί να φανταστεί διαφορετικά τον εαυτό του και μόνο προσωρινά βρίσκει τη γαλήνη του.
Στις σπάνιες περιπτώσεις που μένει στο σπίτι, στην ξηρά, στη Βραΐλα ή στο Βουκουρέστι, σχεδιάζει νέες αποδράσεις.

Ο Ιστράτι ήταν ο άνθρωπος σε αέναη κίνηση, ποτέ δεν παραιτήθηκε, ποτέ δεν έγινε αστός.
Το 1927, ο Παναΐτ Ιστράτι λαμβάνει πρόσκληση να πάει στη Μόσχα για να συμμετάσχει στην 10η επέτειο της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στην Κόκκινη Πλατεία.
Προγραμματισμένη για λίγες ημέρες, η επίσκεψη διήρκησε τελικά 16 μήνες.
Ένα από τα γεγονότα που οδήγησαν σε αυτή την αλλαγή σχεδίων ήταν η συνάντησή του με τον Νίκο Καζαντζάκη.
Ανήκαν και οι δύο στην ίδια γενιά.
Ο Νίκος Καζαντζάκης είχε γεννηθεί το 1883 στην Κρήτη, στο Ηράκλειο, ενώ ο Ιστράτι το 1884 στη Βραΐλα.
Ωστόσο, έχουν διαμετρικά αντίθετες ιδιοσυγκρασίες και μορφώσεις. Ο Καζαντζάκης είναι αστός, από πλούσια οικογένεια, είναι ένας μορφωμένος άνθρωπος. Αγαπά τη λογική και τα επιχειρήματα.
Ο Ιστράτι είναι αυτοδίδακτος, αποφοίτησε μόνο τέσσερις τάξεις δημοτικού και είχε πολύ μέτρια καταγωγή. Είχε χολερικό χαρακτήρα.
Ο Καζαντζάκης σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στη συνέχεια Φιλοσοφία στο Παρίσι, ως μαθητής του Μπεργκσόν. Ο Ιστράτι, όπως είπα, 4 τάξεις δημοτικού.
Τον Οκτώβριο του 1927, όταν φτάνουν στη Ρωσία, ο Ιστράτι είναι ένας διάσημος συγγραφέας, μεταφρασμένος σε 30 γλώσσες, ενώ ο Καζαντζάκης είναι σχεδόν άγνωστος.
Ενταγμένοι και οι δύο τους στο μέτωπο της Αριστεράς της εποχής εκείνης, στο Μπολσεβικισμό.
Συναντήθηκαν τονΝοέμβριο του 1927, στο ξενοδοχείο «Pasage» στη Μόσχα, όπου ο Ιστράτι ήταν κατάκοιτος άρρωστος.
Όταν αναρρώνει, οι δυο τους πηγαίνουν ένα ταξίδι στον Καύκασο, μαζί με άλλους καλεσμένους, με πρωτοβουλία των οικοδεσποτών.
Ακολουθεί ένα αθηναϊκό επεισόδιο. Οι δυο τους επιβιβάζονται στην Οδησσό για την Αθήνα. Από εδώ, από την Οδησσό, στέλνουν τηλεγράφημα στον Στάλιν, στον οποίον επιβεβαιώνουν τον ενθουσιασμό τους για τη Σοβιετική Ένωση, για τον ίδιο τον Στάλιν και για την Επανάσταση.
Στην Αθήνα, προκαλούν αναταραχή, συμμετέχουν σε συλλαλητήρια και εκφωνούν λόγους κατά της ελληνικής κυβέρνησης – ιδιαίτερα ο Ιστράτι – και επαινούν τη Ρωσική Επανάσταση.
Στη συνέχεια, επισκέπτονται τις φυλακές Συγγρού.
Ο Παναΐτ Ιστράτι λέει στους κρατούμενους: «Μην αποθαρρύνεστε σε καιρούς δυσκολίας, η νίκη είναι δική μας… Θα παραμείνω στρατιώτης ενταγμένος στις τάξεις σας».
Ύστερα επισκέπτεται το νοσοκομείο «Σωτηρία». Υπενθυμίζει στους ασθενείς ότι κι αυτός έχει φυματίωση.
Στις 11 Ιανουαρίου 1928 παραβρέθηκε σε μια συγκέντρωση στο θέατρο «Αλάμπρα», και ο Ιστράτι εκφώνησε εκεί μια ομιλία.
Στο τέλος του συνεδρίου, σημειώθηκαν συγκρούσεις με την αστυνομία. Φώναξαν: «Κάτω η κυβέρνηση!».
Ο Ιστράτι απελαύνεται και φεύγει ξανά στην Οδησσό. Ο Καζαντζάκης αναγκάζεται να μείνει για δύο ακόμη μήνες λόγω της δίκης που έχει ξεκινήσει εναντίον του από τις ελληνικές αρχές, με τη κατηγορία της «κομμουνιστικής προπαγάνδας». Αθωώνεται και θα επιστρέψει και αυτός στη Ρωσία.
Συναντιούνται ξανά στο Κίεβο, στις 24 Απριλίου 1928. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Ιστράτι γράφει μια σειρά άρθρων για το Νίκο Καζαντζάκη στο «Monde», στο Παρίσι, ένα έντυπο που διευθύνεται από τον Ανρί Μπαρμπύς , ο άνθρωπος του Κρεμλίνου.
Παρουσιάζονται, επίσης, οι πρώτες εντάσεις μεταξύ των δύο.
Στα τέλη Μαΐου 1928, ο Ιστράτι και ο Καζαντζάκης συνάντησαν, κατόπιν αιτήματός τους, τον Μαξίμ Γκόρκι, το συμβολικό ηγέτη της επίσημης σοβιετικής λογοτεχνίας της Μόσχας.
Η φιλία των τριών δε δένει, λόγω αμοιβαίας υπερηφάνειας και καχυποψίας.
Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, ο ενθουσιασμός του Παναΐτ Ιστράτι για το σοβιετικό καθεστώς μειώνεται.Γίνεται ολοένα και πιο επικριτικός, σε αντίθεση με το Νίκο Καζαντζάκη.
Νομίζω ότι αυτό που αφύπνισε τον Παναΐτ Ιστράτι ήταν η σειρά των «χωριών Ποτέμκιν», δηλαδή των κατασκευών (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) από τη Αγκιτπρόπ, με σκοπό τη τακτική διάδοση στις μάζες και την προπαγάνδα των μπολσεβίκικων ιδεών, θέσεων και θεωριών. Μιλάμε για τη σειρά προπαγανδιστικών εκπομπών, με τις οποίες τους υποδεχόταν παντού.
Ένας άλλος παράγοντας στην αλλαγή στάσης του Παναΐτ Ιστράτι ήταν η υπόθεση Ρουσακόφ. Περί τίνος επρόκειτο; Αυτός ο βετεράνος της Ρωσικής Επανάστασης, ο Ρουσακόφ, επρόκειτο να εκδιωχθεί από το διαμέρισμά του των εννέα δωματίων στην οδό Νέβκι από την Πετρούπολη. Ο Παναΐτ Ιστράτι τον υπερασπίστηκε, διαμαρτυρόμενος στον Πρόεδρο της ΕΣΣΔ, Νικολάι Καλίνιν, από τον οποίον ζήτησε ακρόαση. Δε κατάφερε τίποτα.
Ο Καζαντζάκης έχει αντιρρήσεις σχετικά με την ανάμειξη τον Παναΐτ Ιστράτι σε αυτό το σκάνδαλο. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο φίλων ψυχραίνονται.
Απογοητευμένος, ο Παναΐτ Ιστράτι αποφασίζει να εγκαταλείψει την ΕΣΣΔ.
Η τελευταία συνάντηση μεταξύ των δύο λαμβάνει χώρα στην Πετρούπολη, λίγο πριν από την αναχώρηση του Ιστράτι για το Παρίσι.
Οι δυο τους δεν ανταλλάζουν καν χειραψίες.
Μόλις που έφτασε στο Παρίσι, ο Παναΐτ Ιστράτι έδωσε αρκετές συνεντεύξεις, στις οποίες ανακοίνωσε τη νέα του στάση απέναντι στην πραγματικότητα στην ΕΣΣΔ, πυροδοτώντας ένα πραγματικό σκάνδαλο μεταξύ των οπαδών του Μπολσεβικισμού, των διανοουμένων και των δημοσιογράφων.
Τον Οκτώβριο του 1929, το βιβλίο του, «Εξομολόγηση ενός Ηττημένου», εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο «Rieder».
Το έργο πυροδοτεί πολυάριθμες αντιπαραθέσεις και επιθέσεις.
Και ο Νίκος Καζαντζάκης εκδίδει δύο βιβλία για το ταξίδι στην ΕΣΣΔ, χωρίς τις επικριτικές πτυχές που επισημαίνει ο πρώην φίλος του.
Ακολουθεί μια περίοδος απόλυτης σιωπής.
Δε γράφουν ο ένας στον άλλον, δε συναντιούνται, δε τηλεφωνούν.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, το Δεκέμβριο του 1932, ο Ιστράτι έστειλε στον Καζαντζάκη, στη Μαδρίτη, μια καρτ ποστάλ. Ο Καζαντζάκης απάντησε τον Ιανουάριο, επίσης, με μια καρτ ποστάλ.
Η φιλία τους ξαναζωντάνεψε. Γράφουν ο ένας στον άλλον με μεγάλη θέρμη, αναπολώντας επεισόδια που συνέβησαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους στη Σοβιετική Ένωση.
Ο Παναΐτ Ιστράτι αρρωσταίνει ολοένα και περισσότερο, γεγονός που κοινοποιεί στον Καζαντζάκη.
Στις 5 Φεβρουαρίου 1935, ο Καζαντζάκης τον ενημέρωσε ότι αναχωρούσε για ένα μακρινό ταξίδι στη Κίνα και στην Ιαπωνία.
Η τελευταία επιστολή του Νίκου Καζαντζάκη προς τον Παναΐτ Ιστράτι «φτάνει» στο Βουκουρέστι στις 28 Απριλίου 1935.
Ο Ιστράτι ήταν νεκρός εδώ και 10 ημέρες, από 16 Απριλίου, στις 3:30 π.μ., στο σπίτι του στην οδό Παλαιολόγου.

Όμως, τι χαρακτηρίζει τελικά τον Ιστράτι;
Είναι ο άνθρωπος που αναζητά ένας ιδανικός ανθρωπισμός, τον οποίον στην πραγματικότητα δε βρήκε ποτέ, διότι δεν υπάρχει.
Παρά τις καταστάσεις που αντιμετωπίζει, ο Ιστράτι δε «καταθέτει τα όπλα», δεν εγκαταλείπει τον «άνθρωπο». Είναι «ουμανιστής» με τη βαθύτερη έννοια.
Υπό αυτή την οπτική μπορούμε να κατανοήσουμε και την περιπέτειά του στη χώρα των Σοβιέτ. Δε μπορεί να εγκαταλείψει τον άνθρωπο μέσα στο ψέμα, το οποίο βρίσκει στη Ρωσία. Υπό τη μορφή ενός κράτους που άνηκε φαινομενικά στους εργάτες και στους αγρότες, εγκαθίσταται εκεί ένα αστυνομικό καθεστώς.
Τολμά να πει την αλήθεια και η ΕΣΣΔ τον τιμωρεί για την αλήθεια. Χωρίς την οικονομική υποστήριξη της Μόσχας και με τις αντιξοότητες που αντιμετωπίζει, η φήμη του Παναΐτ Ιστράτι στη Δύση χάνεται σχεδόν μηδενίζεται.
Το τελευταίο μέρος της ζωής του, η απόλυτη απομόνωση που έζησε στη Ρουμανία μετά από την επιστροφή του από το Παρίσι, οφειλόταν σε αυτή τη τεράστια παρεξήγηση. Εκείνος προτίμησε να «φτάσει» μέχρι και το τέλος, να τα παρατήσει όλα, να «κάψει τα πλοία του», για να πει έστω και ένα δράμι αλήθειας, την οποία κανείς άλλος δεν είχε τολμήσει να πει μέχρι και τότε. «Η ζωή δεν έχει νόημα χωρίς την άσκηση της ειλικρίνειας», λέει ο Ιστράτι.
Η ιστορία τον έχει επιβεβαιώσει πλήρως. Δυστυχώς, μετά θάνατον.
Πέθανε το 1935 σε ηλικία 51 ετών, νικημένος από τη φυματίωση, την ασθένεια των φτωχών.
Άλλα 20 χρόνια θα περάσουν μέχρι και την ομιλία του Χρουστσόφ στο 20ó Συνέδριο, όπου αποκάλυψε τα εγκλήματα του Στάλιν – απόδειξη της αλήθειας, που είχε πρώτα καταγγείλει ο Ιστράτι. Η κατάρρευση και η διάλυση της ΕΣΣΔ τον Δεκέμβριο του 1991 ήταν μια ακόμη απόδειξη γι’ αυτό. Η υπέρτατη απόδειξη των δικών του αληθειών, αναγνωρισμένων από εκατομμύρια ανθρώπους.
Αλλά, όταν το 1929, ο Ιστράτι έγραψε ότι «όλα είναι ένα ψέμα», με την έκδοση του βιβλίου του «Εξομολόγηση ενός Ηττημένου», ο Παναΐτ Ιστράτι έμεινε μόνος. Είναι ένα ουσιώδες γεγονός, το οποίο δεν πρέπει ποτέ να ξεχαστεί, να αγνοηθεί.

Θα ήθελα να ολοκληρώσω, υπενθυμίζοντας μερικές από τις αξιομνημόνευτες φράσεις του:
«Υπάρχει μόνο ένας είδος ηρωισμού στον κόσμο, αυτός του να βλέπεις τη ζωή ακριβώς όπως είναι και να την αγαπάς».
«Δεν είναι αλήθεια ότι ζούμε με ψωμί, ζούμε με όνειρα».
«Η επανάσταση είναι πόνος».
«Δεν είμαι κουρασμένος. Είμαι απλώς δυστυχισμένος».
«Η ζωή είναι μια ύαινα που σε γονατίζει όσο δυνατός κι αν είσαι…» .
«Ακόμα και για τη ζωή πληρώνουμε με θάνατο…»
Το βιβλίο του Παναΐτ Ιστράτι – αυτό που άλλαξε τη μοίρα του – έφερε το τίτλο «Εξομολόγηση ενός Ηττημένου»… Πάντως, εγώ αναρωτιέμαι ακόμη: Άραγε, ήταν ο Παναΐτ Ιστράτι ένας ηττημένος;»
©Τypologos.com 2025



















