To «άγγιγμα» του ονείρου
Ιστορίες
Με το Νίκο Μόσχοβο
Δημοσιογράφο-συγγραφέα
20:24:54,01/22/2022

Μια ιστορία από τον κόσμο του φανταστικού σύμπαντός της θεματολογίας του, παρουσιάζει ο δημοσιογράφος- συγγραφέας, Νίκος Μόσχοβος. Φωτογραφία από Gerd Altmann από το Pixabay
Μία φωτογραφία «τράβηξε» με την polaroid του. Για να θυμάται τη στιγμή, όταν θα γύριζαν στο σπίτι από το υπερατλαντικό ταξίδι αναψυχής. Αλίμονο, δεν ήξερε, πως σε λίγα λεπτά όλα θ’ άλλαζαν 1ςια πάντα.
Το αγόρι
«Μπαμπά, να πάρω παγωτό;» τον ρώτησε ο γιός του. «Ναι», του απάντησε εκείνος και του έδωσε χρήματα για να αγοράσει αυτό που ήθελε. ‘Ύστερα στράφηκε προς το μέρος της και της χαμογέλασε. Είχε ζήσει πολλά μαζί της και θα ζούσε ακόμα περισσότερα. Έτσι, νόμιζε.
Εκείνη
«Θα πάμε για φαγητό ύστερα», αποκρίθηκε εκείνη. «Είναι οι καλύτερες διακοπές μας», πρόσθεσε και το φίλησε στο στόμα. Ο άνδρας δέχθηκε με ευχαρίστηση την απρόσμενη αντίδρασή της.
Το αεροπλάνο
Ξαφνικά, άκουσε τα ουρλιαχτά από όλους στο κτίριο. «Το αεροπλάνο έρχεται κατά πάνω μας», φώναζαν εκατοντάδες άνθρωποι και έτρεχαν αλλόφρονες προς την έξοδο για να σωθούν.
Δεν πρόλαβε να συνειδητοποιήσει καν το τι συνέβαινε και το τι θα επακολουθούσε. Το αεροσκάφος έπεσε επάνω στον όροφο του κτιρίου και το συντάραξε συθέμελα. Μονομιάς, σημειώθηκε η έκρηξη έσπασε όλα τα γυαλιά των γυάλινων παραθύρων. Η φωτιά απλώθηκε τάχιστα μέσα στο κτίριο κι έκανε κάρβουνο όσους βρισκόταν κοντά στα παράθυρα.
Το παιδί!
Η γυναίκα κραύγασε: «Το παιδί! Το παιδί!». Ήταν αργά, όμως, πλέον. Τα γυαλιά έκοψαν το λαιμό του αγοριού, που σωριάστηκε ακίνητο στο πάτωμα. «Όχι!», φώναξε ο άνδρας και η κραυγή «έβγαινε» από τα βάθη της ψυχής του.
Δε μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο από τον εφιάλτη, που ζούσε…
Είδε τα δάκρυα να κυλούν και τον ανείπωτο πόνο αποτυπωμένο στο πρόσωπό της.
Το ένστικτο της επιβίωσης
Την τράβηξε από το χέρι και έτρεξε προς το άψυχο κορμάκι του παιδιού του. Ένιωθε ήδη οργή λόγω της απώλειας, αλλά το μόνο, που σκεφτόταν ήταν το πως θα εξερχόταν από το κτίριο.
Εκείνη έπεσε πάνω από το άψυχο σώμα του γιού της και του χάιδεψε απαλά στα μαλλιά. «Γιατί;», ούρλιαξε μετά η γυναίκα στρέφοντας προς τον ουρανό το πρόσωπό της. Απάντηση καμιά δεν έλαβε.
0 άνδρας σήκωσε το άψυχο κορμάκι του αγοριού, λέγοντας: «Θα τον πάρουμε μαζί μας. Πρέπει να βγούμε απ’ εδώ».
Εκείνη βρήκε το κουράγιο να τον ακολουθήσει. Το ζευγάρι έτρεξε προς τις σκάλες, ενώ ο άντρας κρατούσε σφικτά το σώμα του παιδιού για να μη του πέσει.
Οι φλόγες
Αποδείχθηκε μάταιος κόπος αφού γρήγορα διαπίστωσαν πως η φωτιά «έλιωνε» τα πάντα στο πέρασμά της. Γύρισαν προς τα πίσω. «Δεν υπάρχει άλλη διέξοδος» κραύγασε εκείνος.
Οι τεράστιες φλόγες ανέβασαν απότομα τη θερμοκρασία στα ύψη των Φαρενάιτ. Γύρω τους, οι άνθρωποι μετατρεπόταν σε «κινούμενες λαμπάδες» και με κραυγές σωριαζόταν στο έδαφος ή έκαναν το «σάλτο μορτάλε» από τα παράθυρα σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σωθούν.

Η θέα ποτέ δεν είναι η ίδια.Φωτογραφία από Gerd Altmann από το Pixabay
Η «φυγή»
Τότε και οι δυο πλησίασαν προς στα παράθυρα, όπου ο άνδρας έδωσε το κορμάκι του παιδιού στη γυναίκα, άδραξε μια μία πολυθρόνα γραφείου, την πέταξε προς τα υπολειπόμενα τζάμια, που θρυμματίστηκαν.
Οι φλόγες ολοένα τους πλησίαζαν. Την κόλαση του Δάντη στη Γη ζούσαν. «Σε αγαπώ», της είπε ο άνδρας . «Σε αγαπώ», ψέλλισε βουρκωμένη η γυναίκα, η οποία κρατούσε το νεκρό αγόρι στην αγκαλιά της.
«Ερχόμαστε, να σε βρούμε», φώναξαν κι οι δύο.
Το αιώνιο χαμόγελο
Μετέπειτα έπεσαν αγκαλιασμένοι στο κενό κρατώντας μαζί με το άψυχο κορμί του γιού τους.
Τα τρία κορμιά στριφογύρισαν σφιχταγκαλιασμένα πολλές φορές στο κενό, πριν πέσουν στο πλακόστρωτο. 0 ήχος των θρυμματισμένων οστών ακούστηκε. Κάποιοι από τους πυροσβέστες πλησίασαν. τα πτώματα του άνδρα και της γυναίκας να τα περισυλλέξουν.
Έκπληκτοι παρατήρησαν πως στα πρόσωπα των τριών ,δεν αποτυπώθηκε η ανείπωτη φρίκη. Χαμογελούσαν, λες σα να βρισκόταν ήδη στον Παράδεισο.
Το ξύπνημα
Ο Νίκος ξύπνησε ταραγμένος αφήνοντας μια κραυγή. Η Ιωάννα αφυπνίστηκε,αφού αισθάνθηκε ότι κάτι συνέβαινε στο ταίρι της. Τον αγκάλιασε και το ρώτησε: «Πάλι εφιάλτη, είδες;».
«Ναι, Μην ανησυχείς θα συνέλθω», την καθησύχασε. Σηκώθηκε, για να πάει στην κουζίνα να πιεί ένα ποτήρι νερό. «Μη σηκωθείς, πάω να πιώ νερό κι έρχομαι», της μήνυσε. Σε λίγο βρισκόταν στη κουζίνα, όπου άνοιξε το νεροχύτη και το νερό κύλισε προς το ποτήρι.
Όταν άρχισε να πίνει το νερό γύρισε ασυναίσθητα το κεφάλι προς το παραθύρι της κουζίνας, όπου του φάνηκε ότι καθρεπτιζόταν τρία πρόσωπα: Ενός αγοριού, μιας γυναίκας και ενός άντρα. Του φάνηκαν οικεία αυτά τα πρόσωπα, τα οποία χαμογελούσαν.
Τότε θυμήθηκε το όνειρο και δε τρόμαξε με την αντανάκλαση των χαμογελαστών φιγούρων. Αισθάνθηκε μια θέρμη να του ζεσταίνει την καρδιά. Απλά χαμογέλασε προς αυτά κι ήταν σα δυο παράλληλοι κόσμοι να «αγγίζουν» ο ένας τον άλλον…
©Typologos.com 2022