Ο Έλληνας
Του Νίκου Μόσχοβου
17:04:15,02/17/2019

Η ζωή ερωτήματα θέτει και οι άνθρωποι σαν τις σκιες προχωρούν
Ποτέ του, δεν έμαθε να μιλά καλά τα Νέα Ελληνικά. Ήρθε πριν από τρία χρόνια στην Ελλάδα από τη Γεωργία. Ο πατέρας του, μιλούσε Ποντιακά και αρκετά καλά την Ελληνική γλώσσα. Όταν έμενε η οικογένεια στη Γεωργία, μιλούσε ο πατέρας με θέρμη για τη Μακεδονία, το Μέγα Αλέξανδρο και τη Θεσσαλονίκη, όπου επιβίωναν τώρα δα.
Τα πράγματα δεν ήταν εύκολα γι’ αυτούς, όταν γύρισαν στην Ελλάδα. Η μητέρα του, αναγκάστηκε να δουλεύει καθαρίστρια και ο πατέρας του «μάτωνε τα χέρια» στην οικοδομή. Ο ίδιος πήγαινε στο Λύκειο. Στο σχολείο αρκετοί συμμαθητές τον αποκαλούσαν: « ο Ρώσος».
Όταν τον χαρακτήριζαν έτσι, θύμωνε πολύ.Για αυτό το λόγο είχε ήδη πλακώσει στο ξύλο δύο συμμαθητές και πήρε ισάριθμες αποβολές. Την τελευταία φορά είπε στο Λυκειάρχη πως αισθανόταν Έλληνας και δεν ήθελε να τον αποκαλούν έτσι.
Εκείνος τότε του είπε να φύγει από το γραφείο του». Βγήκε από το γραφείο του Λυκειάρχη, αφού χτύπησε με δύναμη πίσω του, την πόρτα. Αυτό του στοίχισε μία επιπλέον ημέρα αποβολής. Δεν τον ένοιαξε.
«Μιχάλη , τι να κάνω; Είμαστε Έλληνες, αλλά μας αποκαλούν Ρώσους. Πονάω. Στο δωμάτιο μου, έχω κρεμασμένη την Ελληνική σημαία, αλλά όταν βγαίνω έξω νιώθω σα να ζω σε μία ξένη χώρα», είπε στα ρωσικά εκείνος προς το φίλο του, ο οποίος καταγόταν από τα ίδια μέρη.
«Έλα Βίκτορα, μη στεναχωριέσαι. Πιες λίγη βότκα και θα συνέλθεις. Θα τα ξεχάσεις όλα. Εμείς, υποστηρίζουμε τους δικούς μας. Να θυμάσαι μόνον εμείς» αποκρίθηκε ο Μιχάλης και του έτεινε το μπουκάλι με τη βότκα.
Ο Βίκτωρας άρχισε να πίνει, να πίνει και να πίνει. Μαζί με το Μιχάλη αγόρασαν και ήπιαν άλλα τέσσερα μπουκάλια βότκα. Μέθυσαν. Μέσα στη νύχτα άρχισαν οι δύο, να τραγουδούν ρωσικές κι ελληνικές ερωτικές μπαλάντες, ενώ περπατούσαν στο δρόμο.
Ξαφνικά ο Βίκτωρας δεν είδε, όπως ήταν ζαλισμένος ο ίδιος, την πινακίδα, που προειδοποιούσε ότι εκτελούνται έργα στο οδόστρωμα.
Έπεσε μέσα στη λακκούβα. « Δεν προσέχεις τις λακκούβες, Βίκτωρ» παρατήρησε ο Μιχάλης τον πεσμένο στο έδαφος άνδρα, ενώ γελούσε δυνατά σα να τον κορόιδευε.
«Που βρέθηκε εδώ η λακκούβα», είπε θυμωμένος ο Βίκτωρας και πρόσθεσε θυμωμένα : «Τώρα θα δείτε όλοι» .
Μετέπειτα σηκώθηκε τρικλίζοντας, πήρε ένα τούβλο και άρχισε να σπάει μ’ αυτό τα τζάμια των σταθμευμένων αυτοκινήτων. « Πάρτε κι αυτό» έλεγε εξοργισμένος, ενώ ο Μιχάλης τον προέτρεπε με φωνές να σπάσει και άλλα τζάμια.
Εκείνος συνέχισε να προκαλεί με το τούβλο ζημιές σε διάφορα οχήματα. «ΑΑΑ!» κραύγασε οργισμένος ο νεαρός, « Σπάσε τα, Σπάσε τα» κραύγαζε και τον προέτρεπε δίπλα του, ο Μίσα, ενώ τραγουδούσε μια στα Ρωσικά και μια στα Ελληνικά.« Δεν είμαι Ρώσος», του ούρλιαξε ο Βίκτωρας και φώναξε: «Είμαι Έλληνας».
Από τις φωνές των δύο εφήβων ξύπνησαν πολλοί από τους κατοίκους της περιοχής. Κάποιοι από αυτούς βγήκαν στα μπαλκόνια κι άρχισαν να καλούν τους δυο νεαρούς να απαντήσουν.
«Σταματήστε τους Ρώσους» είπε δυνατά μία γυναίκα, η οποία βρισκόταν στο μπαλκόνι ενός διαμερίσματος. « Δεν είμαι Ρώσος, ηλίθια» κραύγασε ο Βίκτωρ και την άρχισε να τη βρίζει και με άλλες φράσεις.
Στο βάθος του δρόμου ακούστηκαν οι σειρήνες των περιπολικών. Οι δύο νεαροί συνέχιζαν να βρίζουν τους πάντες. Μέσα στο μεθύσι τους δεν κατάλαβαν πως οι αστυνομικοί κατόρθωσαν να τους ακινητοποιήσουν. Τους φόρεσαν τις χειροπέδες.
«Σκάσε, Ρώσε» διέταξε ένας αστυνομικός στο Βίκτωρα, ενώ τον έβαζε να καθίσει στην πίσω θέση του περιπολικού. « Δεν είμαι Ρώσος, είμαι Έλληνας» απάντησε ο νεαρός. «Είμαι Έλληνας» ξαναείπε δυνατά σαν πληγωμένο ζώο: «Είμαι Έλληνας» και τα μάτια είχαν βουρκώσει. Ήξερε πως είχε κάνει λάθος. «Συγνώμη, είμαι Έλληνας», είπε πάλι ψιθυριστά και τα δάκρυα έτρεχαν. Ξαφνικά ένα μαύρο σύννεφο τον «τύλιξε» και κατέρρευσε.
Οι αστυνομικοί προσπάθησαν να τον συνεφέρουν και ο ένας από αυτούς τον άκουσε να ψελλίζει: «Είμαι Έλληνας» πριν κλείσει τα μάτια του και την αυλή του πατρικού σπιτιού ονειρευτεί….
©Typologos.com 2019