«ΣΦΑΚΙΑ»- ΕΝΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ TOY JEAN-JACQUES STRAHM ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΒΕΝΤΟΓΕΝΑ ΚΡΗΤΗ!
Του Νίκου Μόσχοβου
18:23:13, 2014-07-11
Στην Χώρα Σφακίων είναι αφιερωμένο το νέο λεύκωμα του γνωστού Ελβετού φωτογράφου, Jean-Jacques Strahm (Στραματάκη).
«Σφακιά», ονομάζεται το φωτογραφικό λεύκωμα- αφιέρωμα του Jean-Jacques Strahm (Στραματάκη), που «κυκλοφόρησε» από τις εκδόσεις «ΜΥSTIS», οι οποίες αναπτύσσουν πολυσχιδή δραστηριότητα ιδιαίτερα στον τουρισμό.
Το πόνημα αποτελεί την καταγραφή του προσωπικού οδοιπορικού του γνωστού Ελβετού φωτογράφου και πρώην συνεργάτη της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1968- 1978 στα Σφακιά Κρήτης.
Για το βιβλίο αυτό – δεν μπορώ να γράψω ως αντικειμενικός κριτής- διότι την μετάφραση του κειμένου από τα Γαλλικά στα Ελληνικά πραγματοποίησε μια πολύ καλή φίλη – από τα παλαιά- και συνάδελφος, η Χρύσα Μπαντίνου.
Γνωρίζοντας την ίδια και την αδελφή της – αρχαιολόγο, Παναγιώτα Μπαντίνου- η οποία συνυπογράφει την μετάφραση στην Ελληνική έκδοση του βιβλίου, δεν μπορώ να σας …δελεάσω. Απλώς, σας παραθέτω ένα απόσπασμα από το βιβλίο, το οποίο «κυκλοφορεί» και στα Γαλλικά:
«Μόλις είχα αποβιβαστεί από ένα στρατιωτικό φορτηγό, μια νύχτα του Αυγούστου, το 1968, δεν μπορούσα να μαντέψω ότι τα πρώτα αυτά βήματα θα καθόριζαν το πεπρωμένο της ζωής μου για τα επόμενα δέκα χρόνια που θα ακολουθούσαν την άφιξή μου αυτή στα Σφακιά.
Δέκα χρόνια, κατά τα οποία έμαθα πολλά και ρίζωσα. Με την ευτυχία να ξαναπλάθεις τα πάντα, τη γλώσσα των χειρονομιών, τις λέξεις, την κουλτούρα μου, την ιστορία μου».
Και ο Στραματάκης μας περιγράφει πως «γνώρισε» τη «δική του» Κρήτη:
«Από εδώ το λεωφορείο κινείται κατά το μήκος της βόρειας ακτής της Κρήτης. Στάση στις Βρύσες. Η νύχτα πέφτει. Η μοναδική ανταπόκριση για τα Λευκά Όρη έχει ήδη περάσει εδώ και ώρες.
Κάτω από μια λάμπα γλειμμένη από το πετρέλαιο, κάποιοι γέροι καπνίζουν ναργιλέ. Αναζητώ εδώ και ώρες ένα μεταφορικό μέσο. Δύο προβολείς φωτίζουν επιτέλους την εθνική οδό και στρίβουν δεξιά με κατεύθυνση προς νότο, προς τα βραχώδη περάσματα. Οι γέροντες κάνουν σήμα με το χέρι. Ένα στρατιωτικό φορτηγό σταματά απότομα. Φωνάζω τη μαγική λέξη στον οδηγό: Χώρα Σφακίων. Μου γνέφει να σκαρφαλώσω πίσω».
Η αφήγηση του Ελβετού φωτογράφου «ρέει σαν το καθαρό νερό της πηγής»:
«Περίεργο συναίσθημα. Είμαι στο τέλος του πολυπόθητου ταξιδιού, αλλά χωρίς το χωριό και χωρίς τους ανθρώπους. Το οχυρό τους, πρέπει να βρίσκεται κάπου κοντά, αλλά κανένα φως δεν το δηλώνει.
Ξεδιπλώνω τον υπνόσακο. Τα κουνούπια βουίζουν σαν τρελά. Τα κύματα χτυπούν την ακτή με ρυθμική φροντίδα και ακούγονται μέχρι και το πευκοδάσος. Είμαι σε καλό λιμάνι. Η θάλασσα μου στέλνει τον χαιρετισμό της.
Με τη μέρα, το κυνηγητό με τον ήλιο ξαναρχίζει, καίγοντας τα πονεμένα μου βλέφαρα. Χώρα Σφακίων, το χωριό είναι εκεί, φυτεμένο, θαρρείς, στο κάτω μέρος ενός φαρδιού φαραγγιού. Αυτό το κρησφύγετο ελεύθερων και σκληρών ανθρώπων που διατηρούν τη βεντέτα…
Οι λίγες αυτές γραμμές που διάβασα στο βιβλίο του Freddy Tondeur, Κρήτη, νησί των Θεών, είχαν κινήσει την περιέργεια μου. Μία δίψα να τους γνωρίσω, επίμονη, με έσπρωξε εδώ.Θα ζούσα εκεί αρχικά ένα πρώτο μήνα, τον Αύγουστο του 1968».