ΡΑΨΩΔΙΑ ΓΙΑ ΒΑΡΥΤΟΝΟ ΚΑΙ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΕΓΧΟΡΔΩΝ
ΡΑΨΩΔΙΑ ΓΙΑ ΒΑΡΥΤΟΝΟ ΚΑΙ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΕΓΧΟΡΔΩΝ
Του Μίκη Θεοδωράκη, 29.12.2012
Η συνάντηση της μουσικής μου με την ποίηση του Διονύση Καρατζά: «Τα Πρόσωπα του Ήλιου» (1986), «Η Βεατρίκη στην Οδό Μηδέν» (1987), «Ως αρχαίος άνεμος» (1987) και τα «Λυρικώτερα» (1994-1995), με οδήγησε στην τελευταία μεγάλη στροφή του μουσικού μου έργου που την χαρακτήρισα με την φράση «Λυρικός Βίος».
Προφανώς γιατί σήμαινε κάτι πολύ περισσότερο από την ιδιότητά μου ως συνθέτη.
Δηλαδή ήταν μια προσπάθεια βιωματικού χαρακτήρα και ολοκληρωτικής στροφής τόσο ψυχικής όσο και πνευματικής.
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και ο κύκλος τραγουδιών «Μια θάλασσα γεμάτη μουσική» (1987) σε ποίηση της Δήμητρας Μαντά και ολοκληρώθηκε με τα δυο τραγούδια-ποταμός που ήταν και το τελευταίο ποιητικό έργο του Γιάννη Θεοδωράκη και στα οποία έδωσα τον τίτλο «Τα Λυρικώτατα» (1996).
Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της «μεγάλης στροφής» είναι η προσπάθεια δημιουργίας ενός νέου προσωπικού μελωδικού ιδιώματος σε προέκταση και ολοκλήρωση του αρχικού, που θα το χαρακτήριζα από μια άποψη ως παγκυριαρχία της Μελωδίας, του Μέλους και από μια άλλη ως μια προσπάθεια ολοκλήρωσης του προσωπικού μου μελωδικού στοιχείου ξεκινώντας από τις πηγές των παιδικών μου τραγουδιών (1937-43) και φτάνοντας και ξεπερνώντας τους μελωδικούς παραποτάμους της Μήδειας, της Ηλέκτρας και της Αντιγόνης (1988 έως 2000).
Και έτσι βρέθηκα κατά τη νέα χιλιετία μπροστά σε μια πραγματική θάλασσα μελωδιών, δηλαδή σε ένα τόσο πλούσιο υλικό, που ξεπερνούσε τα όρια των τραγουδιών και απαιτούσε καινούριες μουσικές επεξεργασίες, που να οδηγούν σε νέες φόρμες.
Μελωδικές παραλλαγές, αντιστικτικούς διαλόγους και νέα ηχοχρώματα.
Δηλαδή ήταν για μένα ένα σπάνιο δώρο, δεδομένου ότι με την κάμψη της ηλικίας ελαττώνεται η διαδικασία γένεσης πρωτογενούς υλικού, ενώ αντιθέτως ακονίζεται η διανοητική δυνατότητα μουσικής επεξεργασίας και ανάπτυξης εμπλουτισμένη καθώς είναι μετά από την κατεργασία του μουσικού υλικού τόσων και τόσων δεκαετιών απόλυτης και ολοκληρωτικής εργασιακής αφοσίωσης στην σύνθεση μουσικής.
Δεν πιστεύω ότι υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία για έναν συνθέτη από το να έχει ένα δικό του πρωτογενές θεματικό υλικό, όπως αυτό των έργων του «Λυρικού Βίου» κι έτσι να μπορέσει να αφήσει ελεύθερη τη φαντασία και την τεχνική του στην ανασύνθεση του υλικού αυτού.
Αυτό είχα ακριβώς την τύχη να κάνω από το 1995 μέχρι χτες, που με το Κύκνειο Άσμα μου, την Ραψωδία για βαρύτονο και ορχήστρα εγχόρδων, έκλεισα οριστικά τον κύκλο της ενασχόλησής μου με τη μουσική σύνθεση, κύκλο που άνοιξα με τη σύνθεση της Κασσιανής (1942). Δηλαδή κράτησε 68 ολόκληρα χρόνια!
Για την περίοδο αυτής της ανακύκλωσης του Λυρικού Βίου, το μόνο που έχω να προσθέσω είναι ότι υπήρξε πλούσια σε ποσότητα και εξαιρετική σε ωριμότητα.
Η επιλογή των οργάνων για την σύνθεση της Ραψωδίας για βαρύτονο και ορχήστρα εγχόρδων είναι όπως το λέει και ο τίτλος της, ορχήστρα εγχόρδων, δηλαδή πέντε φωνές (κουιντέτο) που απαιτούν την ίδια αυστηρή αντιμετώπιση όπως με το κουαρτέτο εγχόρδων δηλαδή της κορωνίδας και συγχρόνως της λυδίας λίθου για την αξιολόγηση των ικανοτήτων ενός συνθέτη.
Αυτά τα τέσσερα όργανα (δύο βιολιά, βιόλα και βιολοντσέλο) αποτελούν την ανώτατη πρόκληση για τον συνθέτη, δεδομένου ότι δεν επιδέχονται ούτε την πιο ελάχιστη αδυναμία είτε στον χώρο της τεχνικής είτε στην περιοχή της φαντασίας.
Οι τέσσερις «φωνές» θα πρέπει να εξισορροπούν αντιστικτικά, ρυθμικά και αρμονικά ενώ η φαντασία θα πρέπει να ανανεώνεται συνεχώς από μέτρο σε μέτρο.
Αυτό που λέμε «σονάρει», δηλαδή ο ηχητικός όγκος εξαρτάται απολύτως από χίλιους δυο κανόνες, που έχουν να κάνουν με τις σχέσεις ανάμεσα στις φωνές.
Έτσι λ.χ. το ίδιο ακκόρντο μπορεί να οδηγεί στο φως ή στο σκοτάδι αναλόγως της τεχνικής του συνθέτη. Όπως επίσης η δύναμη είτε η έλλειψη φαντασίας μπορεί να οδηγήσει το έργο από τους ουρανούς ως τα Τάρταρα.
Δεν έγινε λοιπόν τυχαία η επιλογή των οργάνων και της μουσικής φόρμας για ένα έργο τόσο μεγάλης σημασίας για μένα. Έτσι αποφάσισα μ’ αυτό το Κύκνειο Άσμα να τα παίξω όλα για όλα! Ή του ύψους ή του βάθους…
Τέλος δεν είναι τυχαία η αφιέρωση αυτού του έργου σ’ έναν Γερμανό φίλο μου, τον Peter Hanser-Strecker, επί κεφαλής των Μουσικών Εκδόσεων SCHOTT.
Όσο κι αν αυτό ακούγεται παράξενα, θεωρώ την Γερμανία πατρίδα του συμφωνικού μου έργου, ιδιαίτερα στον τομέα της Απόλυτης Μουσικής. Έχω πει ήδη ότι αν ζούσα μια νέα ζωή, θα ήθελα να μπορώ να συνθέτω κάθε μέρα κι από μια φούγκα.
Πριν λίγες μέρες πήγα με κίνδυνο της ζωής μου στην Βιέννη, για να παραστώ στην παρουσίαση του δικού μου Requiem στο περίφημο Konzerthaus. Στην ουσία θέλησα να προσκυνήσω τη συμφωνική μου πατρίδα.
Και όπως είπα σε κάποιον φίλο, κατά ένα παράξενο τρόπο θεωρώ τον εαυτό μου στην Βιέννη συμφωνιστή (της κλασσικής εποχής) που γεννήθηκε στο Αιγαίο κι ακόμα θεωρώ τον εαυτό μου έναν Κρητικό μελωδό που έζησε στο Παρίσι.
Και τέλος Έλληνα που έζησε στην Κόλαση της ξένης (γερμανικής) κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου αλλά και στον Παράδεισο της Πολιτιστικής Άνοιξης της δεκαετίας του 1960.
©Typologos.com 2013. Από τη βιογραφία του συνθέτη, που έγραψε ο συγγραφέας, Γιώργος Αρχιμανδρίτης, «ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ: η ζωή μου» (Εκδόσεις «Πατάκη» 2011)