ΠΩΣ ΠΕΤΥΧΕ ΝΑ ΑΝΟΙΞΕΙ ΤΑ «ΦΤΕΡΑ» ΤΟΥ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΙΝΕΜΑ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ
Τα ρεπορτάζ του www.typologos.com
ΠΩΣ ΠΕΤΥΧΕ ΝΑ ΑΝΟΙΞΕΙ ΤΑ «ΦΤΕΡΑ» ΤΟΥ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΙΝΕΜΑ
Του Νίκου Μόσχοβου, e-mail: contact@typologos.gr
To πως πέτυχαν το Ελληνικό σινεμά μαζί με την κινηματογραφία της Ρουμανίας και του Ισραήλ να ανοίξουν τα «φτερά» τους το τελευταίο χρονικό διάστημα; Η «έξοδος» αυτή προήλθε από μια οργανωμένη προσπάθεια ή ήταν μια ευτυχής συγκυρία;
Στο ερώτημα αυτό απάντησε το πάνελ της συζήτησης με θέμα «Νέος κινηματογράφος – νέες προοπτικές», που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2011 στην αίθουσα «Τζον Κασσαβέτης» στο πλαίσιο της Αγοράς- Μάρκετ του 52ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Χαιρετισμό απηύθυνε ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Δημήτρης Εϊπίδης, ενώ μίλησαν ο διευθυντής του Toronto Romanian Film Festival, Αντρέι Τανασέσκου, ο διευθυντής του Ισραηλινού Κέντρου Κινηματογράφου, Κατριέλ Σόρι κι ο γενικός διευθυντής του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, Γρηγόρης Καραντινάκης.
Προτού να μιλήσουν οι τρεις καλεσμένοι αναφέρθηκε ο κ. Εϊπίδης στην καθοριστική σημασία της εμφάνισης νέων Ελλήνων δημιουργών στην πρόσφατη ανάπτυξη της εγχώριας κινηματογραφίας. Πρώτος άρχισε την κουβέντα ο διευθυντής του Ισραηλινού Κέντρου Κινηματογράφου, Κατριέλ Σόρι.
«Υπήρξα παραγωγός για 25 χρόνια, ενώ τα τελευταία 12 έτη είμαι διευθυντής του Ισραηλινού Κέντρου Κινηματογράφου. Θυμάμαι ότι η δεκαετία του 1990 ήταν τραγική για εμάς.
Το 1998 ήταν η χειρότερη χρονιά στην ιστορία της κινηματογραφίας μας, καθώς όλες οι ισραηλινές ταινίες έκοψαν μόλις 36.000 εισιτήρια σε μια αγορά 10 εκατομμυρίων εισιτηρίων.
Ήταν λοιπόν σαφές ότι έπρεπε να ανασυνταχθούμε ριζικά, ενώ ζητούσαμε από την πολιτεία μια τελευταία ευκαιρία.
Από τη μια πλευρά, αναζητήσαμε ένα αυτόνομο νομικό πλαίσιο για τον εθνικό κινηματογράφο. Από την άλλη, γνωρίζαμε πως θα ήμασταν τελειωμένοι εάν δεν αφήναμε τις επιμέρους διαφορές όλων των εμπλεκομένων φορέων και δεν οργανώναμε μια συμπαγή επιτροπή αποτελούμενη από σκηνοθέτες, παραγωγούς, ηθοποιούς κλπ. Εμείς ήμασταν αυτοί που διαμορφώσαμε τον κινηματογραφικό νόμο, καθώς ήμασταν οι μόνοι που γνωρίζαμε τις τομές, που θα έπρεπε να γίνουν στο χώρο.
Καταφέραμε όλοι οι σχετικοί φορείς του κινηματογράφου να γίνουν αυτόνομοι, μη-κυβερνητικοί και μη-κερδοσκοπικοί οργανισμοί. Κρατήσαμε τους πολιτικούς όσο πιο μακριά γινόταν, ενώ πιέζαμε για μερόνυχτα κάθε βουλευτή, προκειμένου να περάσει ο νόμος μας. Έτσι, πήραμε την μοίρα μας στα δικά μας χέρια και είδαμε για πρώτη φορά «φως στην άκρη του τούνελ».
Το κοινοβούλιο μας έδωσε χρήματα για 5 χρόνια καθώς και ελευθερία κινήσεων, ενώ εμείς από την πλευρά μας αλλάξαμε τα πάντα μέσα από ένα τεράστιο πρόγραμμα. Αλλάξαμε όλο το φάσμα της δουλειάς μας, από τον τρόπο που χρηματοδοτούσαμε τις ταινίες, από την αρχική ιδέα μέχρι και τις αφίσες των ταινιών. Έτσι καταφέραμε να σηκώσουμε κεφάλι φτάνοντας το 2004 σε ποσοστό εισιτηρίων 13% σε σύγκριση με το 0,3% που είχε σημειωθεί το 1998», αφηγήθηκε ο κ. Σόρι.
Το πώς έχτισε το Φεστιβάλ του Ρουμάνικου σινεμά στο Τορόντο εξιστόρησε ο ο διευθυντής του Toronto Romanian Film Festival, Αντρέι Τανασέσκου.
«Ζω στον Καναδά και η οπτική μου για τον ρουμανικό κινηματογράφο ήταν εξ’ αποστάσεως. Από το 2007 ξεκίνησα μια συνεργασία με φεστιβάλ στη Ρουμανία και το λεγόμενο «Νέο Κύμα». Στο τέλος της εποχής Τσαουσέσκου, δηλαδή το 1989, η εθνική κινηματογραφία βρισκόταν στο σημείο μηδέν, ενώ παρουσιάστηκε με τα χρόνια και μια δραματική μείωση των αιθουσών.
Ωστόσο, αυτή η αρνητική πορεία εντός των συνόρων μετατράπηκε σε κέρδος εκτός συνόρων, αφού το «Νέο Κύμα» έφτασε να διακρίνεται σε διεθνή φεστιβάλ και να κερδίζει το διεθνές κοινό, κατορθώνοντας έτσι να βρει προγράμματα χρηματοδότησης στο εξωτερικό».
Την κατάσταση, που επικρατεί στην Ελλάδα στο τομέα του σινεμά, περίγραψε ο γενικός διευθυντής του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, Γρηγόρης Καραντινάκης (φωτογραφία).
«Εδώ τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Η θλιβερή οικονομική συγκυρία έχει διαμορφώσει μια σειρά από διαδικασίες στο χώρο του σινεμά, η οποία επικεντρώνεται στις προσωπικές προσπάθειες των δημιουργών, οι οποίες αναπτύσσονται περίπου σαν τα μανιτάρια στο δάσος.
Μετά από χρόνια ψηφίστηκε ο νέος νόμος, όπως και τα φορολογικά κίνητρα που δίνουν μια νέα προοπτική. Τα πάντα στο σινεμά είναι τα χρήματα. Παρόλα αυτά, όλοι στο Ε.Κ.Κ. προσπαθούμε έτσι ώστε να αναδιαρθρώσουμε τον κανονισμό των χρηματοδοτήσεων.
Η κρίση έχει οδηγήσει σε νέα ρεύματα και νέες προτάσεις, που έφεραν και τον καινούργιο κινηματογραφικό νόμο. Θεωρώ φυσιολογικό ότι μέσα από την κρίση ξεπετάγονται δυναμικές μονάδες.
Παρόλα αυτά δεν θα χαρακτήριζα όλο αυτό που συμβαίνει ως ρεύμα, αλλά ως μια τάση μερικών νέων σκηνοθετών, των οποίων η οπτική διαφέρει. Το ελληνικό σινεμά βρίσκεται πια στο στόχαστρο των ξένων φεστιβάλ. Από τη μεριά μας ως Ε.Κ.Κ. πρέπει να βρούμε εκτός των κρατικών και εναλλακτικές χρηματοδοτήσεις, ενώ έχουμε να κάνουμε αρκετή δουλειά και με τη διανομή των ταινιών. Έχω ζήσει και άλλες κρίσεις στο παρελθόν, τον καιρό που ήμουν φοιτητής στη Σοβιετική Ένωση της Περεστρόικας. Θεωρώ ότι η κρίση είναι μια αφορμή επαναδιαπραγμάτευσης των πάντων», είπε ο κ. Καραντινάκης.
Αφορμή από τα τελευταία λόγια πήρε ο κ. Σόρι κι αναφέρθηκε διεξοδικά στις τομές που επιχειρήθηκαν στον Ισραηλινό κινηματογράφο.
«Τα δημόσια χρήματα προορίζονταν στο να δημιουργήσουν ευκαιρίες και να πάρουμε συγκεκριμένα ρίσκα. Ένα πολύ σημαντικό κομμάτι είναι ο εντοπισμός ταλέντων, αλλά χρειάζεται μηχανισμός για να τα καταφέρει κανείς εκεί και αυτό ακριβώς πρέπει να υπηρετεί το δημόσιο χρήμα.
Παράλληλα, έπρεπε να ξαναβρούμε το κοινό στις ταινίες μας, χωρίς να ξεφεύγουμε σε κόστη παραγωγών. Πλέον έχουμε δομήσει ένα σύστημα που είναι απόλυτα καθαρό και δίκαιο. Κάθε σκηνοθέτης, ανεξαρτήτως ονόματος, ακολουθεί την ίδια διαδικασία για να καταφέρει το νέο του project.
Προσωπικά, είναι υποχρέωσή μου να βλέπω το φιλμ καθενός φοιτητή, ώστε να εντοπίζω ταλέντα. Προκειμένου πάντως να αποφασίσουμε για χρηματοδότηση, λαμβάνουμε υπόψη τα πάντα: από το ταλέντο μέχρι και την προεργασία που έχει γίνει.
Είμαστε υπεύθυνοι να βοηθήσουμε και στη διανομή, χωρίς φυσικά να παρεμβαίνουμε ποτέ στη δημιουργική διαδικασία. Από την άλλη, ένα σημαντικό μέρος του προϋπολογισμού του Κέντρου μας, πηγαίνει στην ανάπτυξη του σεναρίου, όπου ένας επαγγελματίας σεναριογράφος βοηθάει δωρεάν τον ενδιαφερόμενο. Το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι να προωθήσουμε αυτό που λέμε ισραηλινό φιλμ, χωρίς να επιτρέπουμε στην κυβέρνηση να παρεμβαίνει στο έργο μας».
Για τις καταβολές του Ρουμάνικου Νέου Κύματος στο σινεμά μίλησε –κατόπιν- ο κ. Τανασέσκου:
«Έπειτα, με όσα συνέβησαν στη δεκαετία του 1990 να αποτελούν ένα σοκ στην κοινωνία της Ρουμανίας, είχαν πολλοί νέοι κινηματογραφιστές την ευκαιρία να εκφραστούν, όπως επιθυμούσαν, χωρίς απαραίτητα να εντάσσονται στις αισθητικές του «Νέου Κύματος».
Ο Μιτουλέσκου, για παράδειγμα, έκανε ταινίες πολύ προσωπικές, που δεν εντάσσονταν ούτε στο «Νέο Κύμα» κι ούτε στην ευρύτερη ιστορία του Ρουμάνικου κινηματογράφου.Όμως αυτό που είχαν κοινό είναι η δυσαρέσκεια για τον σύγχρονο συμβατικό κινηματογράφο».
Επίσης, ο κ. Τανανέσκου σημείωσε : «Πριν από το 1989 υπήρχε λογοκρισία. Έπειτα, όμως, κατακλύστηκε η αγορά από χολιγουντιανές ταινίες, με αποτέλεσμα το κοινό της Ρουμανίας να μην είναι εκπαιδευμένο να βλέπει ταινίες που προτείνονται από το Νέο Κύμα.
Σήμερα, ένας στους τέσσερις θεατές παρακολουθεί εγχώριες ταινίες. Το μεγαλύτερο ποσοστό –όμως- αφορά σε χολιγουντιανές παραγωγές και ελάχιστοι επιλέγουν να δουν άλλη ευρωπαϊκή ταινία. Υπάρχει πλέον μικρό ενδιαφέρον για το καλλιτεχνικό σινεμά. Αν υπάρχει επομένως το Νέο Κύμα, αυτό οφείλεται σε συγκεκριμένα άτομα».
Ο διευθυντής του Toronto Romanian Film Festival τόνισε ότι παρά τις περικοπές, υπάρχει ακόμα χρηματοδότηση ύψους 7 εκατομμυρίων ευρώ κι ισχυρίστηκε ότι έχουν ακουστεί πολλά σκάνδαλα σχετικά με τις πρακτικές του Κέντρου Κινηματογράφου της χώρας του, καθώς κατηγορείται ότι στηρίζει μονάχα αναγνωρισμένους δημιουργούς».
Ο κ. Καραντινάκης παρέθεσε -από την πλευρά του- περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις δράσεις του Ε.Κ.Κ. σχετικά με τη στήριξη των νέων δημιουργών:
«Το θετικό είναι ότι γίνονται ταινίες. Ο τακτικός μας προϋπολογισμός φτάνει τα 2,5 εκατομμύρια ευρώ και περίπου άλλα τόσα ο έκτακτος, μέσα από επιστροφή φόρου, επομένως τα πράγματα είναι αρκετά περιορισμένα.
Πολλοί σκηνοθέτες γνωρίζοντας αυτό το αδιέξοδο, το αντιμετωπίζουν είτε βρίσκοντας χρήματα από ιδιώτες, είτε μοιράζοντας ‘’κοινοβιακά” το κόστος με το συνεργείο. Προσπαθούμε να αναδιαρθρώσουμε τον τρόπο, με τον οποίο το Κέντρο θα βοηθά την παραγωγή.
Τα πάντα ξεκινούν από την παιδεία και στην Ελλάδα δεν υπάρχει τέτοιο πλαίσιο, αν εξαιρέσουμε το τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ. Για να ονομαστεί κύμα μια τάση, πρέπει να ξεκινά από κάπου. Το Ε.Κ.Κ. έχοντας ήδη μειωμένο προϋπολογισμό λόγω μνημονίου, οφείλει να δημιουργήσει ένα πρόγραμμα χρηματοδοτήσεων προσφέροντας ευκαιρίες σε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο, στηρίζοντας τους δημιουργούς σε κάθε στάδιο της ταινίας».
Μιλώντας για το πώς είναι δυνατό να αυξηθεί το κοινό των εγχώριων ταινιών εστίασε ο κ. Σόρι στην ανάγκη οργάνωσης των επιμέρους δράσεων:
«Ως εξειδικευμένος φορέας, το Ισραηλινό Κέντρο Κινηματογράφου λειτουργεί μοιράζοντας αρμοδιότητες: π.χ., άλλοι ασχολούνται με τα ντοκιμαντέρ και άλλοι με τις μικρού μήκους ταινίες.
Προσωπικά προτρέπω τους παραγωγούς να αναλαμβάνουν οι ίδιοι τη διανομή. Παράλληλα, όμως, δημιουργήσαμε ένα τεράστιο δίκτυο σε 50 πόλεις του Ισραήλ, όπου πραγματοποιούμε πολλές προβολές, σε πολιτιστικά κέντρα, σχολεία και στρατόπεδα.
Επιπλέον, μπορεί κάποιος θεατής να αγοράσει ένα εισιτήριο διαρκείας για ένα εξάμηνο, έτσι ώστε να έχει τη δυνατότητα να δει έξι ισραηλινές ταινίες, προτού αυτές βγουν στις αίθουσες. Αυτές οι προβολές μας βοηθούν στο να αντιλαμβανόμαστε τις αντιδράσεις και την ανταπόκριση του κοινού. Σκοπός μας είναι ο θεατής να απολαμβάνει ισραηλινό κινηματογράφο.
Ασχολούμαστε και με τη διαφήμιση, καθώς ως Κέντρο μπορούμε να διαπραγματευόμαστε συνολικά, επιτυγχάνοντας έκπτωση έως και 65%, , γεγονός που ωφελεί ιδιαίτερα τον παραγωγό. Το γεγονός ότι υπάρχει ένας τέτοιος φορέας που συνάπτει συνολικής ισχύος συμφωνίες είναι εξαιρετικά επωφελές. Επιπρόσθετα, τα τελευταία 4-5 χρόνια αναπτύξαμε ένα πρόγραμμα για τους εκκολαπτόμενους δημιουργούς, το οποίο φτάνει σε χρηματοδότηση ύψους μέχρι και 50.000 ευρώ. Σε αυτό το πρόγραμμα για τους “αντάρτες” κινηματογραφιστές εντάσσουμε και συμφωνίες με τις οποίες στηρίζουν οι παραγωγοί τους δημιουργούς χωρίς χρήματα, δίνοντας έτσι μια νέα προοπτική».
Τέλος, ο κ. Τανασέσκου σχολίασε με διάθεση χιούμορ : «Οι Ρουμάνικες ταινίες είχαν πολύ καλύτερη υποδοχή εκτός Ρουμανίας. Φαίνεται πως ό,τι χάνουμε σε θεατές, το κερδίζουμε σε διεθνή φεστιβάλ. Υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, καθώς το 2002 «κυκλοφόρησε» μία ταινία που κατάφερε να μπει στις 10 καλύτερες εμπορικές ταινίες της χρονιάς. Το θέμα παρόλα αυτά είναι να γυριστούν και Ρουμάνικες ταινίες είδους, που να μπορούν να προσελκύσουν το κοινό, χωρίς να είναι απαραίτητα τρόμου»!
©Typologos.com 2011