ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ: ΕΝΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ
του Δημήτριου Κατσίκη (e-mail: lamnokopos_psy@yahoo.gr)
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ: ΕΝΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ
Edward John Mostyn “John” Bowlby (1907-1990)
Ο ψυχολόγος, ψυχίατρος και ψυχαναλυτής John Bowlby γεννήθηκε στις 26 Ιανουαρίου του έτους 1907 στο Λονδίνο. Σπούδασε ιατρική και ψυχολογία στο πανεπιστήμιο του Cambridge και υπηρέτησε ως ψυχίατρος στον αγγλικό στρατό. Από το 1946 κι έπειτα (έως το τέλος της ζωής του) εργάστηκε εντατικά στην κλινική Tavistock του Λονδίνου.
Στην ηλικία των επτά ετών ξεκίνησε να φοιτά σε οικοτροφείο (boarding school, μέρος όπου οι μαθητές διέμεναν μόνιμα με τους εκπαιδευτικούς και τους συμμαθητές τους) επιλογή σχετική με την κοινωνική τάξη από την οποία προερχόταν. Ο ίδιος το θεωρούσε ως μια από τις χειρότερες εμπειρίες στη ζωή του˙ στο βιβλίο του Attachment and loss, Vol. II: Separation: Anxiety and anger αναφέρει ότι εκεί δε θα έστελνε ούτε σκύλο (Bowlby, 1973).
Η μητέρα του πίστευε ότι η γονεϊκή προσοχή και φροντίδα προς τα παιδιά είναι «επικίνδυνη» για την διαμόρφωση του χαρακτήρα τους. Ο Bowlby έλαβε περισσότερη στοργή από την βοηθό φροντίδας της οικογένειας Bowlby παρά από τη μητέρα του. Η βοηθός έφυγε από την οικογένεια όταν ο Bowlby ήταν τεσσάρων ετών, ένα γεγονός που ο ίδιος θεώρησε ως απώλεια μιας πραγματικής «μητέρας». Ο πατέρας του, Sir Anthony Alfred Bowlby, πρώτος βαρονέτος, ήταν ιατρός-χειρούργος στο βασιλικό παλάτι. Όταν ο πατέρας του Bowlby ήταν πέντε ετών, ο πατέρας του και παππούς του Bowlby, Thomas William Bowlby, απεβίωσε ενώ εργαζόταν ως ανταποκριτής πολέμου στους Πολέμους Οπίου ή αλλιώς Αγγλοκινεζικούς Πολέμους που έλαβαν χώρα μεταξύ των ετών 1839 και 1860. Η εμπειρία του αυτή συνέβαλλε στην καλλιέργεια της ευαισθησίας του προς τα παιδιά που έχουν ιδιαίτερες ανάγκες (π.χ. συναισθηματικές) κατά τη διάρκεια της ζωής τους.
Παρότι θεώρησε το οικοτροφείο ως μια από τις χειρότερες εμπειρίες της ζωής του και, με βάση δεδομένα που συνέλεξε για τις αναπτυξιακές διαφορές των παιδιών ως προς την σωματική και συναισθηματική τους ανάπτυξη, σημείωσε ότι τα οικοτροφεία είναι μέρη κατάλληλα για παιδιά οκτώ ετών και άνω. Επιπλέον, διατύπωσε και μια άποψη «δεμένη» με την εποχή της για τα παιδιά με σοβαρές δυσκολίες προσαρμογής: Ότι θα ήταν ωφέλιμο να απέχουν ορισμένους μήνες από τις εντάσεις που επικρατούν σε κάθε πλαίσιο όπου διαμένουν (σχολείο, σπίτι) και να παρακολουθούν πρόγραμμα οικοτροφείου˙ το οικοτροφείο θα συνέβαλλε στη διατήρηση δεσμών με την οικογένεια του παιδιού και, λόγω του ότι αποτελούσε μια όλο και πιο συνηθισμένη κοινωνική επιλογή για την εποχή εκείνη (Bowlby, 1951), θεωρούσε ότι το παιδί δε θα ένιωθε διαφορετικό από τα άλλα παιδιά. Πίστευε ότι η επιλογή αυτή θα συνέβαλλε στη βελτίωση των οικογενειακών σχέσεων κατά τη διάρκεια της παραμονής των παιδιών στο οικοτροφείο (Bowlby, 1951).
Ο Bowlby παντρεύτηκε την Ursula Longstaff, κόρη χειρούργου, στις 16 Απριλίου του έτους 1938˙ απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Το ένα από αυτά, ο (Sir) Richard Bowlby, έγινε αργότερα τρίτος βαρονέτος.
Ο Bowlby σπούδασε ψυχολογία και προ-κλινικές επιστήμες (pre-clinical sciences, επιστήμες υγείας που ερευνούν, ελέγχουν και αξιολογούν διαδικασίες και θεραπείες πριν εκείνες χρησιμοποιηθούν ως επίσημες εφαρμογές) στο Trinity College της πόλης του Cambridge κερδίζοντας αρκετά βραβεία για άριστη ακαδημαϊκή επίδοση. Μετά τις σπουδές του εργάστηκε με παιδιά που παρουσίαζαν δυσκολίες προσαρμογής (π.χ. παιδιά με παραβατική συμπεριφορά) ενώ στα 22 του χρόνια ξεκίνησε να παρακολουθεί μαθήματα στο University College Hospital του Λονδίνου. Στα 26 του χρόνια ολοκλήρωσε σπουδές στην ιατρική ενώ ήδη παρακολουθούσε μαθήματα ψυχανάλυσης στο Institute for Psychoanalysis του Λονδίνου. Στη συνέχεια εκπαιδεύτηκε στην ψυχιατρική στο Maudsley Hospital ενώ το 1937, στα 30 του χρόνια, απέκτησε τον τίτλο του ψυχαναλυτή. Από το 1936 εργαζόταν στην Κλινική Καθοδήγησης Παιδιών (Child Guidance Clinic) του Λονδίνου εργασία που διατήρησε έως την έναρξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Bowlby διετέλεσε αντισυνταγματάρχης στο Βασιλικό Ιατρικό Σώμα του Βρετανικού Στρατού. Μετά το τέλος του πολέμου, διετέλεσε αναπληρωτής διευθυντής της κλινικής Tavistock και από το 1950 κι έπειτα Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας (Mental Health Consultant) του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ.).
Με αφορμή την εμπειρία του με παιδιά με δυσκολίες προσαρμογής, ξεκίνησε να ενδιαφέρεται συστηματικότερα για την ανάπτυξη των παιδιών. Σε αυτό το ενδιαφέρον συνετέλεσαν ορισμένα γεγονότα αποχωρισμού παιδιών από σημαντικούς άλλους ανθρώπους που συνέβησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Τα γεγονότα αυτά ήταν η διάσωση 10.000 παιδιών με εβραϊκή, κυρίως, καταγωγή με βάση τις ενέργειες Kindertransport (ή Refugee Children Movement, R.C.M., Κίνημα Παιδιών Προσφύγων) και η τοποθέτησή τους σε θετές οικογένειες ή η επανατοποθέτησή τους στις οικογένειές τους˙ η εκκένωση παιδιών από το Λονδίνο για την προστασία τους από τις αεροπορικές επιδρομές˙ η χρήση ομαδικών παιδικών δωματίων, ενέργεια που πίστευε ότι θα επέτρεπε στις μητέρες των παιδιών να συνεισφέρουν κατά τη διάρκεια του πολέμου (Mercer, 2006).
Ο Bowlby ενδιαφερόταν από την αρχή της καριέρας του για τα προβλήματα που αφορούν τον αποχωρισμό του ατόμου από σημαντικά άλλα πρόσωπα˙ επίσης, εκτιμούσε ιδιαίτερα το έργο της ψυχαναλύτριας παιδιών Anna Freud και της ψυχαναλύτριας παιδιών και παιδαγωγού Dorothy Trimble Tiffany Burlingham όπως και της επιστημονικής εργασίας του ψυχαναλυτή René Árpád Spitz για τα παιδιά που διαβιούσαν σε ορφανοτροφεία. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 διέθετε μια μεγάλη βάση δεδομένων (θεωρίας και παρατήρησης) με βάση τα οποία θα μπορούσε να υποστηρίξει τη θεμελιώδη σημασία της ανάπτυξης δεσμού (attachment) ανάμεσα στο βρέφος και σε ένα σημαντικό πρόσωπο αναφοράς (Schwartz, 1999).
Ο Bowlby ενδιαφερόταν ιδιαίτερα να ανακαλύψει τα πραγματικά μοτίβα των οικογενειακών αλληλεπιδράσεων σε υγιείς και μη πληθυσμούς και συγκεκριμένα με ποιον τρόπο οι δυσκολίες δεσμού μεταβιβάζονται στην επόμενη γενιά. Με αφορμή το ερώτημα αυτό και με βάση το ενδιαφέρον του για τις πρώιμες αλληλεπιδράσεις μεταξύ βρέφους και σημαντικών άλλων ανέπτυξε τη θεωρία δεσμού (attachment theory) κατά την οποία το βρέφος εκδηλώνει συμπεριφορά δεσμού (σε όλο το ζωικό βασίλειο) προς ένα πρόσωπο φροντίδας κάτι που αποτελεί εξελικτική στρατηγική επιβίωσης για την προστασία του από εξωτερικές απειλές. Η εξελικτική ψυχολόγος Mary Dinsmore Salter Ainsworth, φοιτήτρια του Bowlby, επεξέτεινε την επιστημονική εργασία του για τη θεωρία του δεσμού και πρότεινε την ιδέα ύπαρξης διαφορετικών τύπων δεσμού (attachment types) με βάση εκτεταμένες μελέτες παρατήρησης που διεξήγαγε στην Ουγκάντα της Αφρικής (Ainsworth, 1967).
Καθόλη τη διάρκεια της ζωής του ο Bowlby παρέμεινε εξαιρετικά ανήσυχος όσον αφορά τις απόψεις που επικρατούσαν για τις απαρχές του συναισθηματικού δεσμού στον άνθρωπο. Η ψυχαναλυτική θεωρία και η θεωρία μάθησης του ψυχολόγου Clark Leonard Hull υποστήριζαν ότι ο συναισθηματικός δεσμός με την πρωτογενή φιγούρα φροντίδας ήταν μια δευτερογενής ορμή βασισμένη στη διαδικασία του ταίσματος. Ωστόσο, υπήρχαν ήδη δεδομένα ότι στον κόσμο των ζώων τα νεαρά μέλη μπορούν να σχηματίζουν δεσμό με ενήλικα ομοειδή τους (όπως και με μη ομοειδή τους καθώς και με ανθρωποειδείς φιγούρες) που δεν τα τάιζαν. Ο Bowlby καινοτόμησε υποστηρίζοντας ότι το βρέφος έρχεται στον κόσμο με την προδιάθεση να συμμετέχει σε κοινωνική αλληλεπίδραση. Η βασική συνεισφορά του έγκειται στην αταλάντευτη εστίαση της μελέτης του στην ανάγκη του βρέφους για έναν πρώιμο ασφαλή δεσμό με ένα πρόσωπο αναφοράς (π.χ. τη μητέρα). Υπέθεσε ότι το βρέφος που δεν σχηματίζει τον παραπάνω δεσμό είναι σε κίνδυνο να βιώσει σημεία μερικής αποστέρησης (π.χ. υπερβολική ανάγκη για αγάπη και εκδίκηση, έντονη ενοχή και κατάθλιψη) ή ολικής αποστέρησης (π.χ. νωθρότητα, αθόρυβη μη απόκριση σε ερεθίσματα και καθυστέρηση στην ανάπτυξη)˙ επίσης, αργότερα στην ανάπτυξή του, σημεία παρορμητικής συμπεριφοράς (π.χ. αναζήτηση έντονων συγκινήσεων, έλλειψη συγκέντρωσης, συμπεριφορά εξαπάτησης, παρορμητική συμπεριφορά κλοπής).
Η θεωρία δεσμού (attachment theory) του Bowlby (Bowlby, 1969) δίνει έμφαση στις βιολογικές καταβολές του δεσμού. Αναφέρεται στην αξία του δεσμού για την επιβίωση του βρέφους μέσω ενίσχυσης της αίσθησης ασφάλειας που αναπτύσσεται με την εγγύτητα ανάμεσα στο βρέφος και στο πρόσωπο αναφοράς. Ο δεσμός σύμφωνα με τον Bowlby είναι πρωταρχικά μια διαδικασία αναζήτησης εγγύτητας (proximity seeking) προς μία φιγούρα δεσμού (attachment figure) που αποτελεί το πρόσωπο αναφοράς-φροντίδας σε καταστάσεις όπου το βρέφος αντιλαμβάνεται ότι αναστατώνεται και σε περιπτώσεις όπου αντιλαμβάνεται κίνδυνο. Τα βρέφη σχηματίζουν δεσμό από την ηλικία των 6-8 μηνών μέχρι την ηλικία των 18-24 μηνών (φάση του σαφούς δεσμού: Bowlby, 1969) με πρόσωπα που είναι ευαίσθητα και ανταποκρίνονται με επάρκεια σε κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Η γονεϊκή ανταπόκριση στο βρέφος ενεργοποιεί πρότυπα δεσμού τα οποία σταδιακά μετατρέπονται σε εσωτερικευμένα μοντέλα εργασίας και τα οποία καθοδηγούν τα αισθήματα, τις σκέψεις και τις προσδοκίες στις ύστερες διαπροσωπικές σχέσεις του ατόμου (Bretherton, 1992). Επιπλέον, ο Bowlby (1969) αναφέρθηκε στην φάση προ του δεσμού (γέννηση-6 βδομάδες), στη φάση του υπό διαμόρφωση δεσμού (6 βδομάδες-6-8 μήνες) και στη φάση αμοιβαίων σχέσεων (18-24 μήνες και αργότερα).
Καθώς το βρέφος αναπτύσσεται, χρησιμοποιεί τους σημαντικούς άλλους με τους οποίους σχημάτισε δεσμό ως ασφαλή βάση εξερεύνησης διαπροσωπικών σχέσεων. Με βάση την ιδέα περί ασφαλούς βάσης εξερεύνησης του περιβάλλοντος η Ainsworth και οι συνεργάτες της (Ainsworth, Blehar, Waters, & Wall, 1978) ανέπτυξαν ένα εργαλείο έρευνας το οποίο ονομάστηκε Διαδικασία Συνθήκης με τον Ξένο (Strange Situation Procedure) για την διερεύνηση και κατηγοριοποίηση διαφορετικών τύπων δεσμού. Οι τύποι δεσμού που πρότεινε η Ainsworth είναι ο ασφαλής, ο ανασφαλής/αποφυγής, ο ανασφαλής/αμφιθυμίας ενώ οι Main και Solomon (1986) πρόσθεσαν τον δεσμό αποδιοργάνωσης. Για τον σχεδιασμό του παραπάνω εργαλείου έρευνας η Ainsworth και οι συνεργάτες της αξιοποίησαν και τις υπό μελέτη συμπεριφορές της επιφυλακτικότητας προς τον ξένο (strange wariness) και των συμπεριφορών επανασύνδεσης (reunion behaviors) προς το πρόσωπο αναφοράς. Η διαδικασία δεσμού δεν εξαρτάται από το φύλο ενώ η ποιότητα της κοινωνικής αλληλεπίδρασης θεωρείται σημαντικότερη από το χρονικό διάστημα που θα λάβει χώρα η αλληλεπίδραση.
Ο Bowlby τόνισε ότι ο δεσμός ενισχύει τη διαδικασία του ταίσματος, την εξερεύνηση και την ακόλουθη μάθηση του περιβάλλοντος καθώς και την κοινωνική αλληλεπίδραση ενώ προάγει ένα περιβάλλον προστασίας από εξωτερικές απειλές. Ο ίδιος δανείστηκε από την ηθολογία τον όρο σύστημα συμπεριφοράς (behavior system) για να εξηγήσει τις βιολογικές καταβολές των συμπεριφορών δεσμού. Αυτό είναι και ένα από τα βασικά σημεία της διαφοράς ανάμεσα στις απόψεις της ψυχανάλυσης και της θεωρίας του δεσμού˙ η δεύτερη υποστηρίζει ότι ένα σύστημα συμπεριφοράς εμπλέκει εγγενείς μηχανισμούς κινήτρων και ότι ο μηχανισμός του δεσμού είναι ανεξάρτητος και δεν ανάγεται σε άλλες ορμές του οργανισμού. Η άποψη αυτή εξηγεί γιατί το τάισμα δεν συνδέεται αιτιολογικά με τον δεσμό και γιατί ο δεσμός σχηματίζεται και σε βρέφη που δέχονται κακοποίηση από σημαντικούς άλλους.
Ο Bowlby αναφέρθηκε σε τρία συστήματα συμπεριφοράς, τον δεσμό, την εξερεύνηση και τον φόβο τα οποία ρυθμίζουν την συμπεριφορική προσαρμογή και ανάπτυξη του παιδιού. Το σύστημα του φόβου αναστέλλει εκείνο της εξερεύνησης και ενεργοποιεί εκείνο του δεσμού ως επείγουσα ανάγκη για επιβεβαίωση από το πρόσωπο αναφοράς. Το πρόσωπο αναφοράς είναι το συμπληρωματικό βιολογικό σύστημα του ενήλικα που ανταποκρίνεται στις ανάγκες του συστήματος δεσμού. Ο στόχος του συστήματος δεσμού αρχικά συνίσταται στη μείωση του φόβου μέσω διατήρησης του επιθυμητού βαθμού εγγύτητας προς το πρόσωπο αναφοράς. Ο βαθμός στον οποίο η εγγύτητα του προσώπου αναφοράς εξασφαλίζει μια αίσθηση ασφάλειας και προστασίας προς το παιδί θα επηρεάσει την ισχύ του δεσμού που αναπτύσσεται μεταξύ τους. Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων σημαντικός θεωρείται ο παράγοντας της ευαισθησίας του προσώπου αναφοράς προς το βρέφος.
Στον δεύτερο τόμο της τριλογίας του ο Bowlby τόνισε ότι στόχος του συστήματος δεσμού είναι η διατήρηση της προσβασιμότητας και της ανταπόκρισης του προσώπου αναφοράς˙ πρόκειται για την διαθεσιμότητα (availability) του προσώπου αναφοράς (Bowlby, 1973). Ωστόσο, στον τρίτο τόμο της τριλογίας του αναφέρθηκε στον σημαντικό ρόλο της γνωστικής αποτίμησης (appraisal) που λαμβάνει τη μορφή μιας προσδοκίας κατά τη λειτουργία του συστήματος δεσμού. Συγκεκριμένα, διαθεσιμότητα σημαίνει έμπιστη προσδοκία ότι η φιγούρα δεσμού (πρόσωπο αναφοράς) θα είναι διαθέσιμη˙ η προσδοκία αυτή αντανακλά ακριβείς εμπειρίες αναπαράστασης της εμπειρίας του βρέφους με το πρόσωπο αναφοράς. Το σύστημα δεσμού, δηλαδή, υπόκειται σε ένα σύνολο γνωστικών μηχανισμών, τους οποίους ο Bowlby αποκαλεί μοντέλα αναπαράστασης (representational models) (Bowlby, 1969) ή, σύμφωνα με τον Craik, εσωτερικευμένα μοντέλα διεργασίας (internal working models) (Craik, 1943). Με βάση τα μοντέλα αυτά θεωρείται ότι οργανώνεται η επικείμενη συμπεριφορά του ατόμου στο πλαίσιο των σχέσεων δεσμού με άλλα άτομα στην παιδική και ενήλικη ζωή. Επαρκείς σχέσεις στο πλαίσιο ασφαλούς δεσμού (secure attachment, ένας από τους τύπους δεσμού που πρότεινε η Ainsworth) κατά την βρεφική ηλικία συνδέονται με την μακροπρόθεσμη προσδοκία του ατόμου ότι οι σχέσεις του θα είναι ασφαλείς και ότι θα αξίζει να δεχτεί στοργή μέσα από εκείνες. Ο ανασφαλής δεσμός (insecure attachment) συνδέεται με την προσδοκία του ατόμου ότι θα τα καταφέρει μόνο του χωρίς υποστήριξη˙ επίσης, το άτομο μπορεί να προσδοκά ότι θα έχει αίσθηση ανασφάλειας και συνεχούς ανησυχίας και ότι δε θα εκπληρωθούν με στοργή οι σχέσεις δεσμού που θα αναπτύξει με τους άλλους.
Οι τρεις βασικότερες αφορμές για τη διατύπωση της θεωρίας δεσμού ήταν: Πρώτον, η πρώιμη εργασία του Bowlby με παιδιά με δυσκολίες προσαρμογής και παιδιά με παραβατική συμπεριφορά. Δεύτερον, ένα φιλμ για παιδιά που βίωσαν σύντομο αποχωρισμό με τίτλο A two-year old goes to the hospital το οποίο δημιούργησε ο ψυχιατρικός κοινωνικός λειτουργός και ψυχαναλυτής James Robertson στην κλινική Tavistock˙ το φιλμ απεικόνιζε την επίδραση της απώλειας και αναστάτωσης νεαρών παιδιών που αποχωρίστηκαν πρωτογενή πρόσωπα αναφοράς και συνέβαλλε δραστικά σε μια καμπάνια για την άρση των περιορισμών όσον αφορά τους κανόνες επισκεπτήριου των γονέων στα νοσοκομεία. Όταν το 1952 το φιλμ παρουσιάστηκε ενώπιον της Βρετανικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας (British Psychoanalytical Society), οι ψυχαναλυτές δεν αποδέχθηκαν ότι ένα παιδί μπορεί να θρηνεί ή να βιώνει πένθος κατά τον αποχωρισμό και αντέτειναν ότι η αναστάτωση ενός παιδιού σε αυτές τις περιπτώσεις οφείλεται σε στοιχεία ασυνείδητων φαντασιώσεων (επειδή στο φιλμ η μητέρα που εμφανίζεται, κυοφορεί) (Schwartz, 1999). Τέλος, ένα ακόμη γεγονός που συνετέλεσε στη διατύπωση της θεωρίας δεσμού ήταν και η παρουσία της Melanie Reizes Klein, επόπτριας του Bowlby κατά την εκπαίδευσή του στην ψυχανάλυση. Ο Bowlby είχε διαφορετική άποψη από την Klein όσον αφορά τον ρόλο της μητέρας στην διαχείριση της συμπεριφοράς ενός παιδιού ηλικίας τριών ετών. Η Klein έδινε έμφαση στις φαντασιώσεις του παιδιού για τη μητέρα του ενώ ο Bowlby έδινε έμφαση στα πραγματικά, καθημερινά, περιστατικά μεταξύ μητέρας και βρέφους-παιδιού. Οι θέσεις του Bowlby ότι τα παιδιά ανταποκρίνονται σε γεγονότα της καθημερινής ζωής και όχι σε ασυνείδητες φαντασιώσεις απορρίφθηκαν από τους ψυχαναλυτές ενώ ο Bowlby εξοστρακίστηκε από την ψυχαναλυτική κοινότητα. Αργότερα εξέφρασε την άποψη ότι το ενδιαφέρον του για τις εμπειρίες και καταστάσεις της καθημερινής ζωής ήταν ασύμβατο με την οπτική της Klein (Schwartz, 1999).
Το 1949 ο Bowlby, ως ειδικός σύμβουλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, συνέγραψε επιστημονική αναφορά για την ψυχική υγεία παιδιών χωρίς στέγη στη μεταπολεμική Ευρώπη˙ η αναφορά αυτή βασιζόταν στην επιστημονική εργασία του Bowlby με παιδιά με δυσκολίες προσαρμογής καθώς και στη μελέτη των επιπτώσεων της ιδρυματικής φροντίδας στα παιδιά (Bretherton, 1992). Απαύγασμα αυτής της αναφοράς αποτελεί το βιβλίο Maternal care and mental health που εκδόθηκε το 1951 (Bowlby, 1951).
Τα επιστημονικά συμπεράσματα της έρευνας του Bowlby ήταν ότι τα βρέφη και τα νεαρά παιδιά είναι σημαντικό να βιώσουν μια θερμή, οικεία και συνεχή διαρκή σχέση (δεσμός) με ένα πρόσωπο φροντίδας στο πλαίσιο της οποίας και τα δύο μέλη βιώνουν ικανοποίηση και απόλαυση˙ επίσης, ότι η μη σύναψη αυτής της μοναδικής σχέσης μπορεί να έχει σημαντικές και ανεπανόρθωτες συνέπειες στην ψυχική υγεία του ατόμου στο μέλλον (αυτό, ωστόσο, αμφισβητείται, όπως δείχνουν σύγχρονα εμπειρικά δεδομένα για την μακροπρόθεσμη επιρροή του δεσμού σε παιδιά που υιοθετούνται: Βλέπε π.χ. Rutter, 2009, Νοέμβριος).
Επρόκειτο για μια «επαναστατική» αναφορά διότι ο Π.Ο.Υ. εκείνη την περίοδο είχε ισχυρό δυναμικό επιρροής στην πρόκληση ευρέων αλλαγών στις πρακτικές ιδρυματικής φροντίδας των βρεφών και των παιδιών. Όπως προαναφέρθηκε, οι θεωρητικές απόψεις του Bowlby ήρθαν σε αντίθεση με εκείνες της ψυχανάλυσης που υποστήριζαν ότι οι φαντασιώσεις των παιδιών διαδραματίζουν σημαντικότερο ρόλο από τα καθημερινά γεγονότα στη ζωή τους. Επίσης, πολλοί διαφώνησαν ανοικτά με την θέση του Bowlby περί αναγκαιότητας ύπαρξης της μητρικής (ή υποκατάστατης) στοργής ως απαραίτητης προϋπόθεσης για την ομαλή λειτουργικότητα του βρέφους (Wooton, 1962) ή με τη θέση του ότι ο σχηματισμός μιας διαρκούς σχέσης με ένα παιδί αποτελεί βασικό στοιχείο γονεϊκότητας (Rutter, 1995). Επιπλέον, ασκήθηκε κριτική όσον αφορά την επιστημονικότητα των ευρημάτων του Bowlby και συγκεκριμένα ότι δεν διευκρινίζονταν οι ξεχωριστές επιρροές στην ανάπτυξη του βρέφους των όρων στέρηση (privation, δηλαδή της μη ύπαρξης αρχικής φιγούρας δεσμού) και αποστέρηση (deprivation, δηλαδή της απώλειας της πρωτογενούς φιγούρας δεσμού) καθώς και της επιρροής άλλων τύπων περιβαλλόντων με διαφορετικά επίπεδα χαμηλών ερεθισμάτων που όμως δεν προσομοιάζουν στις δύο παραπάνω καταστάσεις (Rutter, 1981).
Επιπλέον, η αναφορά «χρησιμοποιήθηκε» και για πολιτικούς σκοπούς˙ ότι θα αποτελεί καταστροφή για το κάθε παιδί αν δεν βιώσει τη σχέση δεσμού με την μητέρα του ήταν κάτι που προωθήθηκε για να αποθαρρύνει τις μητέρες να εργάζονται και ακολούθως να αναγκαστούν να εμπιστεύονται τα παιδιά τους σε υπηρεσίες κέντρων ημέρας που, μέσω κυβερνητικών πρακτικών, ενδιαφέρονταν να αυξήσουν τα ποσοστά απασχόλησης σε αντίστοιχους χώρους (Rutter, 1981). Το 1962 η Ainsworth, με την άδεια του Bowlby, τοποθετήθηκε με νέα αναφορά με τίτλο Deprivation of maternal care: A Reassessment of its effects (Ainsworth, Andry, Harlow, Lebovici, Mead, Prugh, & Wooton, 1962) όπου παρουσιάστηκαν νέα επιστημονικά δεδομένα και αποκαταστάθηκαν παρανοήσεις (Ainsworth, 1962). Η ανανεωμένη δεύτερη αναφορά αναφερόταν και στον «παραμελημένο» μέχρι τότε ρόλο της πατρικής στοργής και στην υπόδειξη ότι απουσιάζουν δεδομένα για τις πιθανές συνέπειες της πατρικής αποστέρησης στην ανάπτυξη του παιδιού. Σύμφωνα με τον Rutter (1995) η συνεισφορά του Bowlby έγκειται στην έμφαση που έδωσε ότι οι πρώιμες εμπειρίες των διαπροσωπικών σχέσεων των παιδιών αποτελούν θεμέλιο λίθο για την μετέπειτα ολόπλευρη ανάπτυξή τους.
Ο Bowlby σταδιακά επηρεαζόταν όλο και περισσότερο από την γνωστική ψυχολογία και ιδιαίτερα από το θεωρητικό μοντέλο επεξεργασίας πληροφοριών για τη νευρωνική και γνωστική λειτουργικότητα του ατόμου (Bowlby, 1980). Οι γνωστικοί ψυχολόγοι της παραπάνω κατεύθυνσης όρισαν τα μοντέλα αναπαράστασης με όρους πρόσβασης σε συγκεκριμένους τύπους πληροφοριών και δεδομένων˙ στο ίδιο μήκος κύματος, ο Bowlby πρότεινε ότι διαφορετικά πρότυπα του συστήματος δεσμού αντανακλούν διαφορές στον βαθμό που το άτομο έχει πρόσβαση σε σκέψεις, συναισθήματα και αναμνήσεις. Για παράδειγμα μερικά άτομα με ανασφαλή δεσμό αποφυγής (insecure/avoidant attachment) παρουσιάζουν περιορισμένη πρόσβαση σε σκέψεις, συναισθήματα και αναμνήσεις σχετικές με τις εμπειρίες δεσμού ενώ άλλα άτομα με τον ίδιο τύπο δεσμού προβάλλουν υπερβολικές ή διαστρεβλωμένες πληροφορίες σχετικά με τις παραπάνω εμπειρίες. Έτσι, για τον Bowlby η πρόσβαση σε γνωστικού και συναισθηματικού τύπου πληροφορίες για το σύστημα δεσμού αποτελεί ένα δείγμα της φύσης της σχέσης δεσμού ανάμεσα στο βρέφος και στο πρόσωπο αναφοράς. Εμπειρικά δεδομένα έχουν στηρίξει την θεωρία του Bowlby (βλ. Cassidy & Shaver,1999) ενώ με τα χρόνια έχουν γίνει περισσότερες συνδέσεις με τις ψυχαναλυτικές ρίζες των ιδεών του (Fonagy, 2001).
Στο έργο του A secure base: Clinical applications of attachment theory (Bowlby, 1988) ο Bowlby σημειώνει ότι τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν στο βιβλίο του Maternal care and mental health (Bowlby, 1951) δεν αποτελούσαν μέρος κάποιας συγκεκριμένης θεωρίας ούτε, αρχικά, υπήρχε ο σκοπός για κάτι τέτοιο. Ωστόσο, επειδή ήταν δυσαρεστημένος από τις υπάρχουσες εξηγήσεις για τις πρώιμες εμπειρίες του βρέφους αποφάσισε να προτείνει μια νέα θεωρία (την θεωρία δεσμού, όπως ονομάστηκε τελικά) η οποία βασίστηκε σε απόψεις γνωστικής επιστήμης, εθνολογίας, εξελικτικής βιολογίας, εξελικτικής ψυχολογίας, και θεωρίας ελέγχου συστημάτων. Η θεωρία δεσμού βασίζεται στην ιδέα ότι οι μηχανισμοί που θέτουν σε λειτουργία τις συμπεριφορές δεσμού είναι αποτέλεσμα εξελικτικής πίεσης (Cassidy, 1999). Ουσιαστικά ο Bowlby αντιλήφθηκε ότι θα ήταν χρήσιμο να προτείνει μια νέα θεωρία κινήτρων και ελέγχου της συμπεριφοράς βασισμένη σε επιστημονικά δεδομένα και όχι στην επικρατούσα τότε θεωρία του νευρολόγου και ψυχαναλυτή Sigmund Freud (Bretherton, 1992).
Από τη δεκαετία του 1950 κι έπειτα ο Bowlby είχε συχνές επιστημονικές επαφές και συναντήσεις με επιστήμονες όπως ο ζωολόγος και ηθολόγος Robert Aubrey Hinde, ο ζωολόγος, ηθολόγος και ορνιθολόγος Konrad Zacharias Lorenz και ο ηθολόγος και ορνιθολόγος Nikolaas “Niko” Tinbergen. Με βάση συστηματική επιστημονική μελέτη των παραπάνω επιστημών και μέσα από συχνή συνεργατική δράση ο Bowlby ανέπτυξε νέου τύπου επιστημονικές εξηγήσεις της συμπεριφοράς του συστήματος του δεσμού στον άνθρωπο. Συγκεκριμένα, αμφισβήτησε ανοικτά την θεωρητική άποψη με την ονομασία Στοργή από Συμφέρον (Cupboard Love, άποψη κατά την οποία η στοργή που προσφέρεται είναι για την απόκτηση κάποιας αμοιβής) που επικρατούσε για τον δεσμό στις ψυχαναλυτικές και μαθησιακές θεωρήσεις των δεκαετιών του 1940 και του 1950.
Επίσης εισήγαγε τις έννοιες της περιβαλλοντικά σταθερής ή ασταθούς ανθρώπινης συμπεριφοράς (environmentally stable or labile human behaviour)˙ οι έννοιες αυτές συνδυάζουν θεωρητικά την ιδέα της γενετικής τάσης των ειδών να σχηματίζουν δεσμό με την έννοια των ατομικών διαφορών ως προς τον βαθμό ασφάλειας που βιώνει το άτομο στο πλαίσιο των σχέσεων δεσμού. Επίσης, πρόκειται για έννοιες που αναφέρονται στην εκμάθηση και εσωτερίκευση σταθερών ή/και ασταθών στρατηγικών προσαρμογής των ειδών στο περιβάλλον μέσω του συστήματος δεσμού κατά τη διάρκεια της ανατροφής τους από σημαντικά πρόσωπα αναφοράς.
Όλες οι παραπάνω ιδέες του Bowlby για τη φύση και τη λειτουργία των σχέσεων δεσμού επηρέασαν αντίστοιχα τη διεξαγωγή ηθολογικής έρευνας και ενέπνευσαν επιστήμονες όπως ο Hinde [ο Bowlby ώθησε τον Hinde να ξεκινήσει τις έρευνες του για τον δεσμό στα πρωτεύοντα θηλαστικά (στους ανθρώπους και στις μαϊμούδες)], ο ψυχολόγος Harry Frederick Harlow και ο Tinbergen. Γενικότερα ο Bowlby έδωσε έμφαση στη σημασία του επιστημονικού στοχασμού για τη μελέτη της ανθρώπινης ανάπτυξης από εξελικτική σκοπιά κάτι που προμήνυσε μια νέα διεπιστημονική προσέγγιση στην εξελικτική ψυχολογία (Van der Horst, Van der Veer & Van IJzendoorn, 2007).
Το τελευταίο έργο του Bowlby εκδόθηκε μετά τον θάνατό του και πρόκειται για μια βιογραφία του νατουραλιστή Charles Robert Darwin (Κάρολου Δαρβίνου). Στο έργο αυτό ο Bowlby πραγματεύεται το θέμα των δυσκολιών ψυχικής υγείας που είχε ο Δαρβίνος και οι οποίες πιστεύεται ότι ήταν ψυχοσωματικού τύπου.
Συνοψίζοντας, η θεωρία δεσμού του Bowlby κινητοποίησε σημαντική ερευνητική δράση και κριτική που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Τα γενικότερα σημεία της θεωρίας είναι τα εξής: Μεταξύ 6-8 μηνών και 18-24 μηνών τα βρέφη διαθέτουν την εγγενή τάση να συνάπτουν συναισθηματικούς δεσμούς με οικεία πρόσωπα φροντίδας, ιδιαίτερα με πρόσωπα που δείχνουν επαρκή συμπεριφορά ευαισθησίας και ανταπόκρισης στις βασικές ανάγκες τους. Ο δεσμός του βρέφους αντανακλάται στις προτιμήσεις του για συγκεκριμένα οικεία πρόσωπα, την τάση του να αναζητά την εγγύτητα με αυτά τα πρόσωπα, ιδιαίτερα σε καταστάσεις όπου αναστατώνεται, ως ασφαλείς βάσεις εξερεύνησης του περιβάλλοντος. Ο σχηματισμός του δεσμού αποτελεί σημαντικό θεμέλιο της ύστερης συναισθηματικής και προσωπικής ανάπτυξης του ατόμου ενώ η συμπεριφορά δεσμού του βρέφους παρουσιάζει σχετική συνάφεια με την κοινωνική συμπεριφορά κατά τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις αργότερα. Καταστάσεις απότομου αποχωρισμού από τα σημαντικά άλλα πρόσωπα ή καταστάσεις όπου τα πρόσωπα αναφοράς δεν δείχνουν επαρκείς συμπεριφορές στοργής προς το βρέφος συνδέονται με πιθανές δυσκολίες στον διαπροσωπικό τομέα κατά την ενήλικη ζωή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ainsworth, M. (1962). The effects of maternal deprivation: A review of findings and controversy in the context of research strategy. In M. S. D. Ainsworth, R.G. Andry, R. G. Harlow, S. Lebovici, M. Mead, D. G. Prugh, & B. Wooton (Eds.), Deprivation and maternal care: A reassessment of its effects (pp. 97-159). Geneva: World Health Organization.
Ainsworth, M. (1967). Infancy in Uganda: Infant care and the growth of love. Baltimore, MD: The Johns Hopkins University Press.
Ainsworth, M. S. D., Andry, R.G., Harlow, R. G., Lebovici, S., Mead, M., Prugh, D. G., & Wooton, B. (Eds.) Deprivation and maternal care: A reassessment of its effects. Geneva: World Health Organization.
Ainsworth, M. D., Blehar, M., Waters, E., & Wall, S. (1978). Patterns of attachment: A psychological study of the strange situation. Hillsdale, NJ: Lawrence Erlbaum Associates.
Bowlby, J. (1951). Maternal care and mental health. New York: Schocken.
Bowlby, J. (1969). Attachment and loss, Vol. I: Attachment. New York: Basic Books.
Bowlby, J. (1973). Attachment and loss, Vol. II: Separation: Anxiety and anger. New York: Basic Books.
Bowlby, J. (1980). Attachment and loss, Vol. III: Loss: Sadness and depression. New York: Basic Books.
Bowlby, J. (1988). A secure base: Clinical applications of attachment theory. London: Routledge.
Bowlby, J. (1991). Charles Darwin: A new life. New York: Norton.
Bretherton, I. (1992). The origins of attachment theory: John Bowlby and Mary Ainsworth. Developmental Psychology, 28, 759-775.
Cassidy, J. (1999). The nature of the child’s ties. In J. Cassidy & P. R. Shaver (Eds.), Handbook of attachment: Theory, research, and clinical applications (pp. 3-20). New York: Guilford Press.
Cassidy, J., & Shaver, P. R. (Eds.). (1999). Handbook of attachment: Theory, research and clinical applications. New York: Guilford.
Craik, K. (1943). The nature of explanation. Cambridge: Cambridge University Press.
Fonagy, P. (2001). Attachment theory and psychoanalysis. New York: Other Press.
Main, M., & Solomon, J. (1986). Discovery of an insecure disorganized/disoriented attachment pattern: Procedures, findings and implications for classification of behaviour. In M. W. Yogman & T. B. Brazelton (Eds.), Affective development in infancy (pp. 95-124). Norwood, NJ: Ablex.
Mercer, J. (2006). Understanding attachment. Westport, CT: Praeger.
Rutter, M. (1981). Maternal deprivation reassessed (2nd ed.). Harmondsworth: Penguin.
Rutter, M. (1995). Clinical implications of attachment concepts: Retrospect and prospect. Journal of Child Psychology, Psychiatry, and Allied Disciplines, 36(4), 549–571.
Rutter, M. (2009, Νοέμβριος). Υιοθεσία: Ερευνητικά δεδομένα και κλινικές εφαρμογές. Προφορική παρουσίαση σε ημερίδα του Τομέα Εξελικτικής και Σχολικής Ψυχολογίας του Τμήματος Ψυχολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη.
Schwartz, J. (1999). Cassandra’s daughter: A history of psychoanalysis in Europe and America. London: Allen Lane, The Penguin Press.
Van der Horst, F. C. P., LeRoy, H. A., & Van der Veer, R. (2008). When strangers meet: John Bowlby and Harry Harlow on attachment behavior. Integrative Psychological and Behavioral Science, 42(4), 370-388.
Van der Horst, F. C. P., Van der Veer, R., & Van Ijzendoorn, M. H. (2007). John Bowlby and ethology: An annotated interview with Robert Hinde. Attachment & Human Development, 9(4), 321-335.
Wootton, B. (1962). A social scientist’s approach to maternal deprivation. In M. S. D. Ainsworth, R.G. Andry, R. G. Harlow, S. Lebovici, M. Mead, D. G. Prugh, & B. Wooton (Eds.), Deprivation and maternal care: A reassessment of its effects (pp. 255-266). Geneva: World Health Organization.
© typologos 2011
Dear Dimitris,
Kia Ora from New Zealand,
I am a Greek Specialist Clinical Child Psychologist working in new Zealand. I read the article about Attachment Theory and Bowlby and congrats on the excellent summary and presentation. However, as a clinician, I have an issue with mythology and “bourdology” (to paraphrase the Greek word) when it comes to matter of science. Coming from the Clinical Behavioural Analysis point of view (Kazdin, Grazziano, Lovaas etc.) in child psychology I have always had issues with the mythology of psychoanalytic developmental theory and the unconscious. The response I am putting has nothing to do with you personally and -I want I want to be very clear about this- but with psychoanalysis.
I would like to make the following points regarding Bowlby:
1. Initially Bowlby’s theory was ostracised by the psychoanalytical cycles of British psychology (Rutter, 1995). The Anna Freud Centre actually reached the point of denouncing Bowlby and his own psychoalyst urged him to “stop this nonsense”. The main criticism from behaviourists at this time was based on the complexity of social interactions and the limitations of discrete patterns for classifications (in simple words it is unsystematic, vague and simplistic). Additional criticism has to do with the extremely flawed research of Ainsworth leading to a claim of universlity in attachment. Studies in Japan studying the concept of Amae which plays a major role in describing family relationships have not supported Bowlby’s and Ainsworth claims although a newer one in 2007 challenges that. Critics like Kagan, Pinker and Harris, make the obvious point that attachment ia behavioural mechanism for survival and needs to be learned quickly if the infant is to survive. The human infant is very vulnerable (cannot survive at allo if exposed to nature) and nneds to attach to survive. harry Harlow (1930) studying monkeys demonstrated that and actually had correspondence with Bowlby to that effect) adn actually Kagan clearly states that attachment is a response for immediate survival. Harris also rejects the idea of long term effects of early attachments and stresses the significant role of later learned experience. In addition, research from the so called “attachment disorders” has provided evidence that what is actually termed attachment disorder is actually adjustment disorder with anxiety or depressed mood, anxiety disorder or Attention Deficit Hyperactivity Disorder. The Dutch child psychologist DeGroot writes to that effect: “The existence of attachment disorder is pure mythology. The belief that mothers who experience depression cannot attach to their children or attach in a pathological mater in not true. My clinical observation indicate that they can attach as well as healthy mothers”. Harris and Pinker have put forward the argument that the importance of parents in the early days of life is grossly exagerated and they site as evidence that harlow’s experiments where a monkey would attach to any object resembling the furcoat of a monkey of something that provided warmth. One of the main critics of Bowlby’s attachment theory is J. R. Harris. People assume that kind, honest, and respectful parents will have kind, honest, and respectful children and parents that are rude, liars, and disrespectful will have children that are the same way. This may not be the case according to Harris. Harris (1998) believes that parents do not shape their child’s personality or character. A child’s peers have more influence on them than their parents. For example, take children whose parents were immigrants. A child can continue to speak their parent’s native language at home, but can also learn their new language and speak it without an accent, while the parents accent remains. Children learn these things from their peers because they want to fit in (Harris, 1998).
2. Separate from the criticism, the theoretical model of Bowlby-Ainsworth has limitations: To begin with, the idea that Bowlby was the first one to say that the infant comes to the world with the desire to socialise is not correct as the first who put out that notion was Alfred Adler with his idea of the social interest (Gemeinschftsgefuhl). Bowlby simply took this idea and presented it as his own which I find very distasteful.
The first limitation is “model attachment is based on behaviors that occur during momentary separations (stressful situations) rather than during nonstressful situations. A broader understanding of attachment requires observation of how the mother and infant interact and what they provide for each other during natural, nonstressful situations” (Field, 1996, p. 543). How children and mothers interact together and not stressed shows more of how the attachment model works than how the child acts when the mother leaves and then returns. Behaviors directed towards the attachment figure during departing and reunion times cannot be the only factors used when defining attachment.
Another problem with the attachment model is that “the list of attachment behaviors is limited to those that occur with the primary attachment figure, typically the mother. However, other attachments are not necessarily characterized by those same behaviors” (Field, 1996, p. 544). Children have attachments to other people other than their mothers, but they do not show this attachment the same way. For example, children may cry or follow their mother when they are getting ready to leave them, but for a sibling or peer they may just become fussy or unable to sleep. Also, the attachment model behavior list only includes blatant behaviors, but there may be physiological changes during separations and reunions.
The last limitations to the attachment model is that the mother is viewed as the primary attachment figure, when in fact, a father or sibling can have the same type of attachment with the infant at the same time. This relates to adults having more than one primary attachment, such as to their spouse and child. This leads to the last limitation in the attachment model that “attachment is confined to the infancy and early childhood period, ending, as noted by Bowlby, during puberty. It does not consider attachments that occur during adolescence (the first love), during adulthood (spouses and lovers), and during later life (the strong attachments noted between friends in retirement)” (Field, 1996, p. 545).
From my clinical point of view and the review of the literature evidence I have come to the easy conclusion that attchment in the Bowlbian sense is mythology. he turned a natural based process necessary for survival into a cloudy and dark unconscious process. The method of study as well in questionable: they create an artificial anxiety situation to separate mother and infant and when the infant is distressed (which is natural as it is programmed to do so and learns to develop that -in the same sense that crying informs of hubger or distresss) they rediscover America and name it insecure attachment. Some common sense should be applied. As a clinician for a public service, I do not like to hear about trauma and unrepairable attachment which takes children to family from the age of 15 months to years and drains families and systems financially while most of the times we talk about behavioural problems, anxiety and the rest for developmental delay and intellectual disability. Actually someone should look at the evidence regarding bonding difficulties that develop after secure attachments because of language disorders. Eleos as we say in Greek.
Also, all the attachment research and 95% of the training is done in the UK where mothers are notoriously famous fro having difficulty to show affection to their children.
Attachment theory has no validity Martin said, no scientific evidence Harris charged no myth I will accuse. Not to forget the Zazlow case with his “attachment therapy” which resulted in criminal prosecutions.
Kind regards
Dr. Antonios Chasouris MSc MPhil CPsychol RNZPB
New Zealand
Kia Ora Dimitri,
In response to your e-mail which I found refreshing.
Kia ora Dimitris,
Sorry for the use English my work computer does not have Greek fonts at all and at home I rarely check e-mails. I know of you from colleagues from Elliniki Etaireia Therapeias tis Symperiforas (EEES) and that is why I decided to comment on your presentation. Personally I am a Clinical Behaviour Analyst/Applied Behaviour Analyst and I only work with children so I have a sensitivity when psychoanalysis is involved. I always believed, and the huge body of empirical evidence supports that, Lazarus, Wolpe, Lovaas, kazdin, Martin, Birnbrauer etc have said it all and proved it all. You say you do not agree with the majority of psychoanalysis I reject psychoanalysis as a whole (otherwise i could be a Cognitive Analytic theorist like Xaralampidis and his little magazaki).
Bowlby was not a great thinker and actually did not produce anything of his own. These ideas he promoted werefirst described by Alfred Adler in his book “The Troubled Child”. There he disagreess with Freud (later Freud would denounce him like he did with all those who brought new ideas-same as Skinner who was the typical example of a behaviourist dictator whose greatest contribution to psychology was his death-). There he describes the “innate desire of the child to participate in the social environment-the Gemeinschaftsgefuehl, the Social interest-. According to adler, problematic early socialisation had the potential to lead to perveasive pathology later in life. In the 1950’s Harry Harlow was already well known regarding the work with monkeys. If someone is the father of attachment theory this is Harlow (who was a behaviourist!). In addition, in 1957 we have the film of American psychoanalyst and Psychiatrist Spitz “Psychogenic Disease in Infancy” link http://archive.org/details/PsychogenicD (you can download it for free) and several other writers. Bowlby made a slad of those writings and presented them as new (something typical in psychology e.g. Cognitive-Behavioural Theory which is an expansion of Bandura’s and Tollman’s writings).
Like Rutter, Bowlby is another overrated and boring psychoanalyst who has made a natural process we use for survival and modified by learning, into the typical dynamic/psychodynamic mpourda involving pre-existing structuresetc. you know the theory I will not expand further. Rutter is an intersting case as research has passed him for 2 decades and has disproved most of his work but he is still trying to sell the old story. Especially in autism, no one bothers with him anymore. I have heard lectures of his and if you talk to Uta frith she has some things to say about him.
My point is that the concepts of attachment 9especially the kinds i.e. secure, ambivalent etc.) are arbitrarily defined (as it is always the case in psychoanalysis) and there is no evidence for their existence. It is liek geometry: There is the axioma which is a given truth you take for granted and then you prove theorems with it (or testing hypotheses). behaviourist research is always inductive i.e. the data generate the hypothesis vs deductive where the hypothesis generate the data. Their so called research generates hypotheses based on axioms i.e. internal structures and attachments styles that are axiomatic and are used to test hypotheses. For example they compare children who are unsecurely attached to children who are securely attached but present no research regarding the existence of these styles. An also I take issue with children being put to attachment treatment for 18 months and stay there for years when their difficulties can be explained with clinically obvious data i.e. anxiety, developmental delay, intellectual disability, abuse, neglect etc.
I hope we can continue our conversations. I will never accept the unconscious (since when automated responses necessary for everyday functioning are indicative of the Freudian monstrocities?) and therefore psychoanalysis with circles of attachment and circles of stupidity.
By the way I love your commentary and blog comments and would like to continue a fruitful conversation.
P.S. I have always been intrigued how the sounding of Freud is so close to Fraud .
Kind regards
Dr. Antonios Chasouris
A devoted enemy of psychoanalytic darkness