Κλαδεύοντας Μπονζάι
Κλαδεύοντας Μπονζάι
Της Ἡρὼς Νικοπούλου, ζωγράφου, ποιήτριας και πεζογράφου
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ποὺ μὲ ἔκανε νὰ αἰσθανθῶ καὶ ἀρκετὰ χρόνια ἀργότερα νὰ σκεφτῶ διαφορετικὰ γιὰ τὴν λογοτεχνία ἦταν ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Φρὰντς Κάφκα τότε ἤμουν κοντὰ στὴν ἐφηβεία.
Τὸ παράξενο κλίμα, ἡ ὑπαινικτικότητα καὶ ὁ συμβολισμός του ἐπέδρασαν πάνω μου πολὺ ἔντονα καὶ ἐξακολουθητικά. Ἀναζήτησα κι ἄλλα διηγήματά του καὶ ἡ ἀρχική μου αἴσθηση ἐνισχύθηκε. Αὐτὸ ποὺ μὲ ἐντυπωσίαζε ἦταν ἡ διάρκεια τοῦ ἀπόηχου τῆς ἀνάγνωσης μέσα μου.
Τὰ διηγήματα καὶ ὄχι τὰ μυθιστορήματα τοῦ Κάφκα ἦταν αὐτὰ ποὺ μὲ εἶχαν κερδίσει περισσότερο. Τὰ μεγάλα του ἔργα μοῦ ἔμοιαζαν σὰν νὰ εἶχαν γεννηθεῖ γιὰ νὰ εἶναι ἡμιτελῆ. Τὸ ἀντίθετο αἴσθημα μοῦ προκαλοῦσαν τὰ διηγήματα: ἐνῶ διατηροῦσαν τὸ ἀπαράμιλλο αἰνιγματικὸ κλίμα τῶν μυθιστορημάτων του, ἐξασφάλιζαν μιὰ φόρμα περιεκτικὴ καὶ συχνὰ ἐξαιρετικὰ σύντομη. (Φωτογραφία ἀπὸ τὴν ἐκδήλωση τοῦ περιοδικοῦ Πλανόδιον στὴν Ἑλληνοαμερικανικὴ Ἕνωση στὶς 22.09.2011. Γιάννης Πατίλης, Ἡρὼ Νικοπούλου, Βασίλης Μανουσάκης).
Στὸ ἐνδιάμεσο χρονικὸ διάστημα διάβασα μυθιστορήματα ἀρκετῶν κλασικῶν συγγραφέων. Πολὺ λίγα ὅμως ἀπ’ αὐτὰ μὲ ἔκαναν νὰ νιώσω τόσο ζωντανὴ καὶ τόσο δημιουργικὰ χειραφετημένη ἀπὸ τὸ κείμενο ὅσο τὰ διηγήματα τοῦ Κάφκα.
Ἀντιθέτως ὁ χειμαρρώδης κόσμος τοῦ μυθιστορήματος, ἡ τερατώδης κάποτε ἐσωτερική του ὀργάνωση, ποὺ ἐνίοτε, ὅπως στὸν Φῶκνερ, συνοδευόταν ἀπὸ τὸ τυπωμένο ἀπίθανο γενεαλογικὸ δέντρο τῶν ἡρώων του, μὲ ρουφοῦσε, χανόμουν μέσα του, μὲ ἀφομοίωνε σχεδὸν μὲ ἕναν τρόπο παραλυτικό. Μὲ δυὸ λόγια δὲν ὑπήρχε χῶρος γιὰ μένα.
Τὸ μόνο ποὺ μπορούσα νὰ κάνω ἦταν νὰ ταυτιστῶ μὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς ἥρωες καὶ βέβαια νὰ δοκιμάσω τὴ σκέψη μου πάνω σὲ ὁρισμένα ζητήματα ποὺ διαφορετικὰ θὰ μοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ προσεγγίσω ὡς πραγματικὲς καταστάσεις.
Πολλὰ χρόνια ἀργότερα διάβασα μιὰ πολὺ ἐνδιαφέρουσα ἄποψη τοῦ Κορτάσαρ γιὰ τὸ μυθιστόρημα ποὺ μιλώντας μέσα ἀπὸ τὸ στόμα ἑνὸς ἥρωά του στὸ Κουτσό— ἰσχυρίζεται πὼς οἱ ἱστορίες ποὺ ἔχουν περισσότερο ἐνδιαφέρον εἶναι ἐκεῖνες ποὺ προϋπάρχουν τῶν ἡρώών τους καὶ καλοῦνται οἱ χαρακτήρες νὰ δράσουν καὶ νὰ ἀντιδράσουν μέσα στὸ δεδομένο πλαίσιο. Κατά τὴν γνώμη μου, αὐτὸ κάνει μὲ ἰδανικὸ τρόπο τὸ διήγημα, ὅπου ὁ ἀναγνώστης ἀνασυγκροτεῖ «ἱστορίες» καὶ «πλαίσιο» μέσα ἀπὸ τὰ σκόπιμα ἀφημένα ἴχνη τους στὸ κείμενο.
Κάτι ἄλλο πού μοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση ἦταν ὅτι τὸ μεταίσθημα ἑνὸς ὀγκώδους μυθιστορήματος κάποιες φορὲς ἦταν ἴσο ἢ καὶ ἰσχνότερο ἀπ’ αὐτὸ ἑνὸς πυκνοῦ ὀλιγοσέλιδου διηγήματος. Πρόσεξα πὼς συνήθως αὐτὸ πού μοῦ ἔμενε συνοψιζόταν σὲ λίγες σελίδες· τὴν βασικὴ ἰδέα, κάποιες περιγραφές, σπανίως ὁρισμένες κοφτερὲς ἀτάκες, ἕνας-δυὸ ἤρωες.
Κι ἐνῶ προβληματιζόμουν μήπως δὲν εἶμαι τελικὰ προσεκτικὴ καὶ ἐπαρκὴς ἀναγνώστρια, πέφτω πάνω στὴ γνωστὴ σκέψη τοῦ Μπόρχες, ποὺ λέει ὅτι δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ μπεῖ κανεὶς στὸν κόπο νὰ γράψει ἕνα τεράστιο μυθιστόρημα ἑκατοντάδων σελίδων καὶ συνεπῶς νὰ χάσει πολύτιμο χρόνο, ἐφ’ ὅσον αὐτὸ μπορεῖ νὰ χωρέσει μέσα σὲ λίγες σελίδες ἑνὸς καλοῦ περιεκτικοῦ διηγήματος. Ἔνιωσα ἀμέσως καλύτερα, κι ἄρχισα νὰ διαβάζω διηγήματα συστηματικότερα!
Αἰσθάνομαι φυσικὰ πιὸ πλούσια γνωρίζοντας ὅτι ὑπάρχει ὅλη αὐτὴ ἡ ποικιλία τῶν μεγεθῶν, ὅτι δηλαδὴ μιὰ ἀφήγηση μπορεῖ νὰ κυμαίνεται ἀπὸ τὶς χιλιάδες σελίδες τῶν κλασικῶν ἔργων μέχρι τοὺς 144 χαρακτῆρες τῶν «ἐλάχιστων διηγημάτων» τοῦ Μάιμπεργκ, ὅπως μὲ περίσσεια βεβαιότητα τὰ ἀποκαλεῖ, ποὺ γιὰ νὰ τὰ γράψει ἀξιοποίησε τὰ ὅρια τοῦ γραπτοῦ μηνύματος τοῦ twitter, ὁρίζοντας ἀντὶ ἀριθμοῦ λέξεων ἀριθμὸ χαρακτήρων, καὶ κατέβασε ὁριακὰ τὸν πήχυ ὡς πρὸς τὴν ποσότητα τῶν λέξεων, σὲ τέτοιο σημεῖο μάλιστα, ποὺ ὁ ἀναστοχασμὸς γιὰ τὰ ὅρια τῆς λογοτεχνίας νὰ ὁδηγεῖται στὰ ἄκρα: γιὰ τὸ ποῦ, δηλαδή, τελειώνει τὸ διήγημα προκειμένου νὰ παραχωρήσει τὴν θέση του στὸ εὐφυολόγημα.
Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἢ μάλλον ἀκριβῶς γι’ αὐτὰ τὰ ζητήματα ποὺ ἐγείρονται γύρω ἀπὸ τὰ ὅρια καὶ τοὺς ἀφηγηματικοὺς τρόπους τὸ ἐνδιαφέρον μου γιὰ τὸ πολὺ μικρὸ διήγημα ὀξύνθηκε, βάθυνε, πλάτυνε…
Ἐδῶ καὶ μιὰ δεκαετία ἄρχισα νὰ γράφω διηγήματα. Τὸ DNA τους, ἄν μου ἐπιτρέπεται ἡ ἔκφραση, ἦταν νὰ βγαίνουν μικρά. Ὅσο πιὸ πολλὰ εἶχα νὰ πῶ, τόσο πιὸ λίγα διάλεγα νὰ γρά¬ψω. Δέκα σελίδες τὸ πολὺ ἐκπροσωποῦσαν τὰ πολλὰ ποὺ δὲν ἔπρεπε νὰ γραφοῦν.
Ἦταν φυσικό, λοιπόν, νὰ κορυφωθεῖ τὸ ἐνδιαφέρον μου γι’ αὐτὴ τὴ φόρμα, ὅταν δύο χρόνια πρὶν ἄρχισα νὰ μελετῶ συστηματικότερα τὸ μικρὸ διήγημα. Νομίζω πὼς ἡ μικρὴ φόρμα προσφέρεται καλύτερα γιὰ τὴν ἀποτύπωση ὁριακῶν ψυχικῶν καταστάσεων μὲ ἔμμεσο τρόπο, πεδίο ποὺ μὲ ἐνδιαφέρει καὶ μὲ συγκινεῖ ἰδιαίτερα.
Ἡ ψυχικὴ κατάσταση στὸν πολιτισμένο κόσμο (καὶ αὐτὸ οἱ ψυχίατροι τὸ γνωρίζουν καλά) ἐκδηλώνεται ὑπαινικτικά καὶ συνοπτικά, μὲ μιὰ κίνηση τοῦ σώματος, μὲ μιὰ μόνη λέξη, μὲ μιὰ ἔγκλιση καὶ μόνο τῆς φωνῆς…
Ἔτσι ἡ περιορισμένη ἔκταση τοῦ κειμένου ὁδηγεῖ καὶ ὁδηγεῖται ταυτοχρόνως μὲ ἀφαιρετικούς, ὑπαινικτικοὺς τρόπους στὴν λειτουργικὴ πύκνωση ποὺ κάνει τὸ διήγημα τὸν ἐσωτερικὸ καθρέφτη τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου. Οἱ λέξεις φτάνουν στὸ ἀναφορικό τους ἀπόσταγμα, στὸ μίνιμουμ τῆς ἀναφορικότητας.
Κι ἐκεῖ ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς γραμμὲς τῆς ἀρχικῆς ἐξιστόρισης, ἂν εἶσαι μάστορας, ἀρχίζει νὰ ἀχνοφαίνεται ἡ αὔρα μιᾶς ἄλλης πιὸ κρίσιμης ἴσως ἱστορίας. Εἶ¬αι σὰν νὰ δουλεύεις τὰ χρώματα σ’ ἕνα καμβὰ στρωματικά, καὶ χρησιμοποιώντας λεπτὲς διαφάνειες ἐπιτρέπεις στὴν κάτω ἐπιφάνεια νὰ ἀναδύεται σιγὰ καὶ σιωπηλὰ συμπληρώνοντας ἑρμηνευτικὰ τὴν ἐπάνω ἐπιφάνεια τοῦ ἔργου.
Ὅταν ξεκινάω νὰ γράψω ἕνα διήγημα, ἕνα κείμενο ποὺ τώρα πιὰ ξέρω πὼς ἡ καλλιέργειά του θὰ τὸ μικρύνει ἀντὶ νὰ τὸ μεγαλώσει, ἕνα μπονζάι δηλαδὴ στὰ καθ’ ἡμᾶς, ἔχω στὸ νοῦ μου τὸ «κουκούτσι» αὐτοῦ ποὺ θέλω νὰ πῶ καὶ προσπαθῶ μέσα ἀπὸ ἐλλειπτικὲς περιγραφὲς νὰ δημιουργήσω τὰ περιγράμματα μέσα στὰ ὁποῖα θὰ λειτουργήσει συμπληρωματικὰ ἡ φαντασία τοῦ ἀναγνώστη, ἀποφεύγοντας σὲ κάθε περίπτωση τὴν ἀνάλυση καὶ τὴν ἐπεξήγηση.
Ἂν τὸ κείμενο βγεῖ μεγαλύτερο ἄπ΄ ὅσο τὸ θέλω, πιάνω σὰν τὸν γλύπτη ποὺ σμιλεύει τὸ ὑλικό του καὶ ἀφαιρῶ τὰ περιττά, τονίζω τὰ σημαντικά, ζυγίζοντας, ἀντικαθιστώντας καὶ προσθαφαιρώντας λέξεις. Πάντα τὸ ἀποτέλεσμα ὅταν μικραίνεις ἕνα κείμενο εἶναι καλύτερο, πιὸ πυκνό, πιὸ μεστὸ ἀπαλλαγμένο ἀπὸ στολίδια καὶ περιττολογίες. Συνεχῶς μετράω τὴν ἀντοχὴ τῶν προτάσεων καὶ τῶν λέξεων ποὺ χρησιμοποιῶ.
Τὰ ὑλικὰ τοῦ συγγραφέα, ὅπως ὅλα τὰ ὑλικὰ τῆς τέχνης, ἔχουν ἐλαστικότητα καὶ ὅρια ἀντοχής. Αὐτὰ τὰ ὅρια στὸ διήγημα κρίνονται στὸ πεδίο τῆς ἀφηγηματικῆς οἰκονομίας. Κάθε λέξη ἢ φράση ποὺ τὸ διευρύνει ἀδικαιολόγητα ὑπονομεύει τὸ αἰσθητικὸ ἀποτέλεσμα. Ὅταν νομίζω ὅτι τὸ ὅριο αὐτὸ δὲν ἔχει παραβιαστεῖ, τότε θεωρῶ τὸ κείμενο τελειωμένο.
Βρίσκω ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρον τὸ ζητούμενο ποὺ θέτει τὸ διήγημα: πρέπει μέσα ἀπὸ τὸν περιορισμένο χῶρο του νὰ συστήσει ἕνα κόσμο ὁλόκληρο μὲ ἀρχή, μέση καὶ τέλος, μὲ χαρακτῆρες, ἀντιθέσεις κι ἀτμόσφαιρες, μ’ ἕνα ἡμισφαίριο ρητὸ κι ἕνα ἄρρητο, δῶρο στὴ φαντασία τοῦ ἀναγνώστη· ἕνα σύνολο ποὺ τὸ κατορθώνει καταφεύγοντας στὴν οἰκονομία, στὴν ἐλλειπτικότητα, τὴν ἀφαίρεση καὶ τὸν ὑπαινιγμό.
Κάθε λέξη του πρέπει νὰ εἶναι ἀπολύτως ζυγισμένη, κι αὐτὸ νομίζω τὸ φέρνει πιὸ κοντὰ στὴν ποίηση. Ἐδῶ δὲν μπορῶ νὰ ἀντισταθῶ στὸν συνειρμὸ καὶ νὰ μὴν σκεφτῶ τὸ ποιητικὸ ἀντίστοιχο τοῦ Μπονζάι, ποὺ εἶναι τὸ χαϊκοὺ μὲ τὴν γνωστὴ φόρμα τοῦ τρίστιχου μὲ πέντε-ἑπτά-πέντε συλλαβὲς ἀντιστοίχως, ποὺ ξεκινώντας ἀπὸ τὴν Ἰαπωνία ἁπλώθηκε κι ἐμπλούτισε τὴν παγκόσμια λογοτεχνία. Πορεία ποὺ δείχνει πὼς ἔχει ἀρχίσει νὰ κάνει καὶ τὸ πολὺ μικρὸ διήγημα, μιὰ καὶ στὸ δίκτυο βρίσκει κανείς πληθώρα τέτοιων κειμένων καὶ τὸ ἀναγνωστικὸ ἐνδιαφέρον μεγαλώνει, ἔχουν δὲ γίνει ἤδη πολλὲς ξενόγλωσσες ἀνθολογίες.
Μερικὲς φορὲς ζηλεύω τοὺς συγγραφείς ποὺ ἔζησαν τὸν 19ο αἰώνα, τὰ εἶχαν ὅλα στὰ πόδια τους, σκέπτομαι, ἐξασφαλισμένο ἀριθμὸ ἀναγνωστῶν καὶ ἐπιπλέον χρηματικὴ ἀμοιβή, ἂν καὶ οὐσιαστικὰ μάλλον ἐπρόκειτο γιὰ ἕνα πενιχρὸ ἀντίτιμο, ἀλλὰ ὅπως πάντα ἡ χρονικὴ ἀπόσταση ὡραιοποιεῖ τὰ πράγματα.
Οἱ ἐφημερίδες ζητοῦσαν διαρκῶς κείμενα, καὶ τὰ μὲν διηγήματα τὰ ἔβαζαν αὐτούσια, ἐνώ τὰ μυθιστορήματα τὰ δημοσίευαν σὲ συνέχειες γιὰ νὰ κάνουν δελεαστικότερο τὸ φύλλο τους. Φαντάζομαι πὼς γιὰ νὰ ἀνταποκριθοῦν στὴν ζήτηση τῶν συνεχόμενων ἐπεισοδίων, οἱ συγγραφεῖς μάλλον θὰ ξεχείλωναν τὰ κείμενά τους.
Τὸ σημαντικὸ πάντως εἶναι πὼς ἡ ἀνάπτυξη τοῦ περιοδικοῦ τύπου καὶ τῶν λογοτεχνικῶν περιοδικῶν τότε ὤθησε στὴν συνειδητοποίηση τοῦ διηγήματος ὡς ξεχωριστοῦ εἴ-δους. Μὲ παρόμοιο τρόπο ἡ ἁλματώδης ἐξάπλωση τοῦ δικτυακοῦ κόσμου τὶς δύο τελευταῖες δεκαετίες ἔκανε ν’ ἀνθίσει τὸ νέο ὑπο-εἶδος, τὸ πολύ-πολὺ μικρὸ διηγήμα, τὸ σκόπιμα καλλιεργημένο γιὰ νὰ εἶναι μικρό: τὸ Μπονζάι.’
Πάντα ἡ ταχύτητα μοῦ δημιουργοῦσε ἀρνητικὰ συναισθήματα καὶ σκέψεις, οἱ ρυθμοὶ τῆς ἐποχῆς ποὺ ζοῦμε ἀσκοῦνε πάνω μου σωματικὴ καὶ ψυχικὴ βία. Ὅλα εἶναι φὰστ καὶ ἐπιφανειακά, δὲν προλαβαίνουν νὰ πᾶνε σὲ βαθύτερα ἐπίπεδα, δὲν προλαβαίνουν, θὰ χαθεῖ χρόνος, πολύτιμος χρόνος.
Ἔχουμε γίνει ἀπαιτητικοί, ἀδηφάγοι, χρειαζόμαστε ἕνα γρήγορο ἀποτέλεσμα σὲ κάθε μας κίνηση, σὲ κάθε μας προσπάθεια. Γι’ αὐτὸ δὲν μὲ ἐκφράζει ἡ ἑρμηνεία τοῦ φαινομένου τοῦ μικροῦ διηγήματος σὰν ἀνάγκη καὶ σημεῖο τῶν καιρῶν, παρ’ ὅλο ποὺ ἴσως εἶναι σωστὴ τουλάχιστον ὡς πρὸς τὸν τρόπο τῆς πρόσληψης. Στὸ διήγημα Μπονζάι βλέπω τὴν λιτότητα, τὴν οἰκονομία, τὴν μαγικὴ ἀποσιώπηση τοῦ σημαντικοῦ, τὸν λειτουργικὸ ὑπαινιγμό· ὅλους ἐκείνους δηλαδὴ τοὺς τρόπους ποὺ ἂν δὲν βρισκόμασταν στὸ βασίλειο τῆς ἀφήγησης θὰ μᾶς θυμίζαν τὴν ποίηση, ἀλλὰ ποὺ σίγουρα, ὅπως καὶ σ’ αὐτὴ προϋποθέτουν χρονοβόρα καὶ ἐπίπονη προεργασία.
Ὅταν κάποια στιγμὴ πρὶν δύο περίπου χρόνια δημιουργήσαμε τὸ ἰστολόγιο «Ἱστορίες Μπονζάι» κι ἄρχισα νὰ ἀσχολοῦμαι καὶ νὰ διαβάζω ἀκόμη πιὸ ὀργανωμένα, ἡ ἐμπειρίά μου ἐμπλουτίστηκε μὲ πολύτιμες παραμέτρους καὶ ὀπτι¬κές. Συμβαίνει συχνὰ διαβάζοντας ἕνα κείμενο νὰ ἀναρωτιέμαι ποιὸ ἀκριβῶς στόχο εἶχε ὁ συγγραφέας του, ἐπίσης ἀναρωτιέμαι ἂν τοῦ βγῆκε συμπτωματικὰ μικρὸ ἢ ἂν δούλεψε μὲ αὐτὴ τὴν πρόθεση.
Νομίζω πὼς ὑπάρχει διαφορά, μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι τόσο εὐδιάκριτη στὸ ἀποτέλεσμα, ἀφορᾶ ὅμως στὴν συνειδητοποίηση τοῦ ἐπιδιωκόμενου καὶ τὴν σκοπιὰ ἀπ’ ὅπου τὸ βλέπει κανείς. Χαίρομαι ποὺ βλέπω ὅλο καὶ περισσότερα κείμενα νὰ γεννιοῦνται καὶ νὰ πατᾶνε στὶς ἀρχὲς τοῦ γοητευτικοῦ αὐτοῦ ὑπο-εἴ¬δους ποὺ σιγά-σιγά διαισθάνομαι ὅτι ὁδηγεῖται στὴν αὐτονομία καὶ τὴν δικαίωσή του.
Πηγή: Κείμενο ποὺ διαβάστηκε στὴν ἐκδήλωση πού πραγματοποιήθηκε στὴν Ἑλληνοαμερικανικὴ Ἕνωση, στὶς 22.09.2011 γιὰ τὴν παρουσίαση τοῦ ἐπετειακοῦ πεντηκοστοῦ τεύχους τοῦ περιοδικοῦ Πλανόδιον, ποὺ ἦταν ἀφιερωμένο στὸ Ἀμερικανικὸ μικρὸ διήγημα (flash fiction).
Ἡρὼ Νικοπούλου (Ἀθήνα, 1958). Ζωγράφος, ποιήτρια, πεζογράφος. Σπούδασε στὴν Ἀνωτάτη Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν τῆς Ἀθήνας καὶ ἐργάζεται ὡς καθηγήτρια Εἰκαστικῶν στὴ Μέση Δημόσια Ἐκπαίδευση. Πρῶτο της βιβλίο: Ὁ Μύθος τοῦ Ὁδοιπόρου, Ποίηση, Aθήνα, 1986. Τελευταῖο της: Μὴ μὲ ψάχνετε ἐδῶ, Ποίηση, ἐκδ. Πλανόδιον, Aθήνα, 2009.
©Typologos.com 2011- Ευχαριστούμε πολύ την κ. Νικοπούλου για την παραχώρηση της ομιλίας της, ώστε να την δημοσιεύουμε με την άδειά της και τον απόλυτο σεβασμό στα πνευματικά δικαιώματά της.