«Η ιστορική μνήμη δεν είναι μια αφηρημένη, θεωρητική έννοια, δεν είναι μόδα, αλλά κατάκτηση της κοινωνίας»
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ
Τα ρεπορτάζ του www.typologos.com
«Η ιστορική μνήμη δεν είναι μια αφηρημένη, θεωρητική έννοια, δεν είναι μόδα, αλλά κατάκτηση της κοινωνίας»
Tου Νίκου Μόσχοβου, e-mail: nikmoshov@gmail.com

Το έργο του Πατρίσιο Γκουσμάν είναι συνυφασμένο με τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα στη Χιλή από τις αρχές του 1970, καθώς και μετά. Η πεμπτουσία του έργου του είναι η διάσωση της μνήμης.
«Η ιστορική μνήμη δεν είναι μια αφηρημένη, θεωρητική έννοια, δεν είναι μόδα, αλλά κατάκτηση της κοινωνίας».
Τάδε έφη ο Χιλιανός κινηματογραφιστής, Πατρίσιο Γκουσμάν, ο οποίος δεν μπόρεσε να ταξιδέψει στη Θεσσαλονίκη λόγω πρόσφατου ατυχήματος, αλλά μέσω της πλατφόρμας του Skype μίλησε στην ανοιχτή συζήτηση με τίτλο «Από τη Μάχη της Χιλής στην Ευρώπη της κρίσης: Λάθη, διδάγματα και ελπίδες», στην αίθουσα «Τζον Κασσαβέτης».
Η συζήτηση έγινε στο πλαίσιο των δρώμενων του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 21 Μαρτίου του 2013.
Εκτός από τον Χιλιανό δημιουργό, στο πάνελ συμμετείχαν ο σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ- δημοσιογράφος, Γιώργος Αυγερόπουλος, ο αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, Γιάννης Σταυρακάκης και ο Μεξικανός δημοσιογράφος- ακαδημαϊκός, Φερνάντο Μορένο.
«Το έργο του Πατρίσιο Γκουσμάν είναι συνυφασμένο με τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα στη Χιλή από τις αρχές του 1970, καθώς και μετά. Η πεμπτουσία του έργου του είναι η διάσωση της μνήμης.
Σε αντίθεση με την επίσημη ιστορία της χώρας, τα ντοκιμαντέρ του διαφυλάσσουν τη μνήμη και λειτουργούν ως αντίβαρο στη μεθόδευση της αμνησίας», είπε ο συντονιστής της συζήτησης, Δημήτρης Κερκινός.
Μετά ακούστηκαν διάφορες απόψεις για τη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του καπιταλισμού, την ιστορική μνήμη, την οικονομική κρίση, τη δημοκρατία και τη στάση των λαών.
«Την δεκαετία του 1960 και του 1970, η Χιλή ήταν μια φτωχή χώρα, δεν υπήρχε ανάπτυξη ούτε στη γεωργία κι ούτε στη βιομηχανία.Ο Αλιέντε πρότεινε εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις, που θα λειτουργούσαν ως τροχοπέδη στη φτώχεια.
Επίσης, πρότεινε να ανακτηθούν οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας, όπως ήταν ο χαλκός και ο σίδηρος, καθώς και η ιδιοκτησία της γης να μην παραμείνει στα χέρια των λίγων. Όλες αυτές οι αλλαγές πρότεινε να γίνουν μέσω της συνταγματικής οδού.
Στις εκλογές του 1972 έλαβε το 36% των ψήφων κι έτσι ξεκίνησε τις μεταρρυθμίσεις. Δύο χρόνια μετά κι ενώ οι ΗΠΑ του Κίσινγκερ τον χτυπούσαν ανελέητα, σταμάτησαν οι εισαγωγές πρώτων υλών, μποϊκόταρε η αστική τάξη τη διανομή των τροφίμων και πλήρωσε τους οδηγούς φορτηγών για να κάνουν απεργίες, ενώ ο λαός είχε μείνει χωρίς τρόφιμα, θέρμανση, καθώς και μέσα μεταφοράς.
Στις εκλογές του 1972 έλαβε ο Αλιέντε το 43,4% των ψήφων, δηλαδή ψηφίστηκε σχεδόν από τον μισό πληθυσμό. Οι ΗΠΑ πανικοβλήθηκαν, όταν θριάμβευσε.
Φοβήθηκαν μήπως μεταδοθεί αυτή η «συνταγματική επανάσταση», η οποία δεν περνούσε μέσα από εμφύλιο και δεν κατέστρεφε τον κρατικό μηχανισμό. Δεν ήταν αντάρτικο, όπως έγινε στο Περού, τη Βενεζουέλα και τη Βολιβία. Η συμμετοχή ήταν ανοιχτή για όλους, είτε ήταν μέλη του κόμματος είτε όχι», εξιστόρησε ο κ. Γκουσμάν σχετικά με τα όσα βίωσε στην πατρίδα του, στη Χιλή.
Ο Πατρίσιο Γκουσμάν είπε πως εκείνη η εποχή τον «σημάδεψε» ως άνθρωπο: «Ήταν μια εξαιρετική στιγμή λαϊκής κινητοποίησης γύρω από μια λαϊκά εκλεγμένη κυβέρνηση, με στόχο να χτυπήσει τον κοινό εχθρό. Μια χώρα βιώνει κάτι τέτοιο μια φορά στα 100 χρόνια».
Πόσο σημαντική είναι η ιστορική μνήμη για την κοινωνία στη Χιλή σήμερα; Τον ρώτησαν.
«Η ιστορική μνήμη δεν είναι μια αφηρημένη, θεωρητική έννοια, δεν είναι μόδα, αλλά αποτελεί μια κατάκτηση της κοινωνίας, όπως ήταν κάποτε τα δικαιώματα των γυναικών, των αυτοχθόνων και των ομοφυλοφίλων», απάντησε ο Πατρίσιο Γκουσμάν αποκαλύπτοντας ότι μετά από τόσα χρόνια εξακολουθεί το 60% των υποθέσεων παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Χιλή να μην έχει εκδικαστεί!
«Γιατί η δικαιοσύνη δεν κινείται πιο γρήγορα; Το πιθανότερο είναι ότι δεν υπάρχει πολιτική βούληση.Αυτή είναι μια ανοιχτή πληγή στη Χιλή, αλλά όλοι κάνουν σα να μην συμβαίνει τίποτα, ο κόσμος λέει: «εγώ δεν ξέρω, δεν είδα». Είμαστε ένας λαός που δεν αναλαμβάνει την ευθύνη για το παρελθόν του».
Ο κ. Γκουσμάν μίλησε και για τον ρόλο του ντοκιμαντέρ.
«Το ντοκιμαντέρ λειτουργεί ως αντί-πληροφόρηση, μπορεί να πει ελεύθερα τα πράγματα που το κράτος και οποιοσδήποτε κύκλος εξουσίας αποσιωπά.
Πολλά θέματα που η Χιλιανή τηλεόραση δεν τολμά να θίξει –τις εκτρώσεις, την εκκλησία, κ.ο.κ.- μπορεί να τα αναδείξει μια ομάδα ντοκιμαντεριστών. Δεν αναφέρομαι στο ποιητικό ντοκιμαντέρ, αλλά για στο ντοκιμαντέρ άμεσης κινηματογράφησης, που μπορεί να γίνει με λίγα μέσα και να υπερβεί τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης».
Η Ευρώπη και η Ελλάδα μπορεί να αντλήσει διδάγματα από την περίπτωση Αλιέντε; Ερωτήθηκε ο δημιουργός.
«Η διακυβέρνηση του Αλιέντε ήταν μια μοναδική εμπειρία, στο είδος της. Είναι πολύ δύσκολο να εξαχθεί ένα συμπέρασμα πιο γενικό. Κάθε χώρα θα πρέπει να βρει το δικό της δρόμο. Ο Αλιέντε αναζήτησε τη δημοκρατική οδό, τη συναίνεση. Ήθελε να αποφύγει τις ρήξεις, προσπάθησε να συνενώσει όλες τις δυνάμεις, γιατί ήξερε ότι αν διαρραγεί ο κρατικός μηχανισμός δεν μπορεί να υπάρξει κρατική επανάσταση. Από την άλλη, η δεξιά ήθελε εμφύλιο. Το έσχατο μέσο του ήταν ένα λαϊκό δημοψήφισμα και τότε συνέβη το πραξικόπημα».
Να τι είπε και ο δημοσιογράφος, Φερνάντο Μορένο:
«Όταν μιλάμε για μνήμη μπορούμε να πέσουμε στην κοινοτοπία ότι το παρελθόν ήταν καλύτερο. Όσο μεγαλώνει κανείς, γίνεται δέσμιος της νοσταλγίας. Ένα «αντίδοτο» γι’ αυτό είναι να δουλεύεις με νέους σε ηλικία ανθρώπους, γιατί μαθαίνεις από αυτούς.Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η μνήμη είναι κάτι που διαμορφώνεται καθημερινά.
Στο Μεξικό δεν βίωσα πραξικόπημα, αλλά την κυριαρχία ενός κόμματος που ήταν στην εξουσία συνολικά 70 χρόνια χωρίς καμία πολιτική εναλλαγή».
Από την πλευρά του, ο δημοσιογράφος – σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ, Γιώργος Αυγερόπουλος μίλησε για την αόρατη γραμμή του «νεοφιλελευθερισμού», που συνδέει τη χούντα του Πινοσέτ με την Ευρώπη της κρίσης.
«Ό,τι έζησε η Χιλή, που ήταν το πειραματόζωο του Φρίντμαν και των «παιδιών του Σικάγο», το ζει τρεις δεκαετίες μετά η Ευρώπη. Το 2008, η τόσο άπληστη νεοφιλελεύθερη οικονομία πυροβόλησε το ίδιο της το πόδι και για να γιατρευτεί αποφάσισε ότι χρειάζεται περισσότερος νεοφιλελευθερισμός», σχολίασε.
Για την προσπάθεια ιδιωτικοποίησης των υδάτινων πόρων είπε ο κ. Αυγερόπουλος πως το νεοφιλελεύθερο δόγμα την αντιμετωπίζει ως προϊόν και όχι κατ’ ανάγκη ως δημόσιο αγαθό.
« Ο Πινοσέτ υπέγραψε το 1981 τον λεγόμενο «κώδικα του νερού» που θεμελίωνε το νερό ως ιδιωτικό προϊόν και όχι ως δημόσιο αγαθό. Έτσι κατέληξαν ιδιωτικές εταιρείες να κατέχουν ποτάμια και λίμνες, καθώς και τα ισόβια δικαιώματα χρήσης τους. Μπορεί οποιοσδήποτε ιδιώτης αν θέλει, να αγοράσει μια λίμνη και να μην αντλήσει καθόλου νερό, παρά να κερδοσκοπήσει μέχρι και η τιμή του να ανέβει», ανέφερε.
«Δεν είναι απολύτως σίγουρο ότι ο Πινοσέτ ασπαζόταν τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, αλλά τον χρησιμοποίησε για να αναδιατάξει τα πάντα στη χώρα μέσω της δικτατορίας.Πολλές χώρες ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο, του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, από την αντίστροφη, δηλαδή ξεφεύγοντας από μια δικτατορία. Εδώ στην Ελλάδα έχουμε μια οριακή περίπτωση.
Θα έπρεπε να μας βάλει σε σκέψεις η σχέση της δημοκρατίας και του καπιταλισμού. Είμαι βέβαιος ότι όλα αυτά που συνέβησαν στη Χιλή ακούγονται οικεία. Είναι το ίδιο πλαίσιο, μόνο που αντί για τα «παιδιά του Σικάγο», εδώ έχουμε τους τεχνοκράτες, με μπροστάρη το ΔΝΤ. Μέσα από το έργο του Π. Γκουσμάν, αναρωτιόμαστε μήπως τα πειραματόζωα του σήμερα έχουν κάτι από τα πειραματόζωα του χθες», επισήμανε ο Γιάννης Σταυρακάκης.
Πόσο είναι πιθανή σήμερα μια δικτατορία λατινοαμερικάνικού τύπου στην Ελλάδα, όπου εντείνονται οι ταξικές διαμάχες, δημιουργούνται νέες αντιδράσεις και νέα κόμματα; Ρώτησαν ύστερα οι ακροατές τον Χιλιανό δημιουργό.
«Νομίζω ότι δύσκολα θα υπάρξει δικτατορία στην Ευρώπη, όπως ήταν αυτή του Πινοσέτ.Το έλλειμμα ηγεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που παραβλέφθηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια , οδηγεί σε οικονομική και πολιτική καταστροφή.
Δεν θα πρέπει να περιμένουμε από το κράτος, θα πρέπει οι πολίτες να βγούμε μπροστά και να παλέψουμε για καλύτερο κόσμο. Να μην κάτσουμε περιμένοντας την κ. Μέρκελ να διαχειριστεί την οικονομία. να βγούμε στους δρόμους», απάντησε ο κ. Γκουσμάν.
Την ίδια εκτίμηση είχε κι ο κ. Μορένο, ο οποίος υποστήριξε ότι «είναι απίθανο να δούμε ίδιες δικτατορίες με αυτές του παρελθόντος, γιατί είναι διαφορετική η ιστορική στιγμή».Από την πλευρά του, ο κ. Αυγερόπουλος είπε:
«Δεν χρειάζεται μια δικτατορία, γιατί ήδη το σύστημα έχει κάνει τη δουλειά του. Ο φόβος έχει απλωθεί παντού στη μεσαία τάξη, σε αυτούς που τρώνε αλύπητο ξύλο όταν διαμαρτύρονται. Εάν διαφωνήσεις με κυρίαρχη ιδέα, είσαι «προδότης» της πατρίδας».
Το κοινό ρώτησε και το εάν τελικά το ντοκιμαντέρ συμβάλλει στο να περάσουμε στη δράση ή απλώς ενημερώνει για όσα αποκρύπτει η εξουσία.
«Βλέπουμε πολλά ντοκιμαντέρ π.χ. για το ζήτημα του νερού ή για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία είναι κακής ποιότητας, είναι βαρετά και τελικά δεν συγκινούν το κοινό.
Δεν μπορείς να κάνεις ντοκιμαντέρ μόνο με καλές προθέσεις, πρέπει να συγκινήσεις το κοινό, να χτίζεις την αφήγηση, να βρίσκεις χαρακτήρες που να συγκινούν το κοινό. Τα περισσότερα ντοκιμαντέρ παρουσιάζουν απλά μια θέση, χωρίς ουσία. Το θέμα αυτό καθαυτό δεν εγγυάται το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Πρέπει να κάνουμε ποιητικά, δημιουργικά ντοκιμαντέρ, με φαντασία. Αυτό είναι το καθήκον μας»,», απάντησε ο κ. Γκουσμάν.
Για τον Γιώργο Αυγερόπουλο, «το ντοκιμαντέρ είναι μια αμιγώς πολιτική πράξη. Είναι ουτοπικό να περιμένουμε όλοι να βγουν στο δρόμο μέσα από την προβολή ενός ντοκιμαντέρ, αλλά πιστεύω πως ναι, μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, γιατί αλλάζει τον άνθρωπο και τη σκέψη».
«Θα δούμε την Κύπρο να ηγείται της απελευθέρωσης από την κακή Ευρώπη; Ή να υφίσταται δεινά που προαναγγέλλουν όσοι στηρίζουν την ευρωπαϊκή πολιτική μνημονίων;» ρώτησε ένας θεατής.
«Όταν υπάρχει δράση και ο λαός είναι στους δρόμους, πρέπει να βγεις και εσύ στο δρόμο να κάνεις αυτό που λέμε άμεσο κινηματογράφο, αφήνοντας – όμως- χώρο στο θεατή για αντιληφθεί μόνος του τα πράγματα. Εγώ μπήκα στον πειρασμό, αλλά δεν έφτασα ποτέ να στρατευτώ σε κόμμα.
Βέβαια, αντιμετωπίζω το ντοκιμαντέρ ως χώρο στοχασμού. Ας είναι υποκειμενικό, ποτέ δεν ήμουν αντικειμενικός, αλλά έδωσα λόγο και στους αντιπάλους. Όσο πιο υποκειμενικό, τόσο καλύτερο, πιο παθιασμένο και πειστικό. Αλλιώς δεν θα διαφέρει από τα πλάνα που τραβούν οι κάμερες στις τράπεζες», ξεκαθάρισε ο κ. Γκουσμάν.
©Typologos.com 2013.